United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμάς, η δουλειά μας αυτή δεν είναι. Μπαίνουμε λοιπόν και στο Παλάτι αυτό ξαφνικά, κ' ίσια στο νοικοκύρη. Όχι όμως σα σφίγγες. Εδώ από κρύφια και μαγικά τερτίπια ανάγκη δεν έχουμε. Εδώ μπαίνουμε σα δυο καλόγνωμοι πατριώτες, που ήρθανε να χαιρετήσουν το Βασιλιά τους. Ας βγάλουμε τα παπούτσια μας στο κατώφλι, να του δείξουμε πως ερχούμαστε από Τούρκικα μέρη, ίσως κ' έτσι πιώτερο μας πονέση.

Ν' αλλάξω καρδιά και να γλυτώσω από την αγάπη της, από τη δύναμη την κρύφια της ομορφιάς της που ξεπρόβαλε και με λώλανε την αξέχαστη εκείνη βραδινή, δύσκολο, ίσως αδύνατο! άλλο δεν τήραγα ομπρός μου παρ' αφανισμό, αφανισμό για μάννα, για πατρίδα, για καθετίς. Παίρνω λοιπόν απόφαση μεγάλη και σοβαρή. Να φύγω μια και καλή από την Πόλη!

Σταύρωσον Αυτόν!» Ο Ρωμαίος όστις είχε χύσει το αίμα ως ύδωρ, επί του πεδίου των μαχών, εν φανερά σφαγή, εν κρυφία δολοφονία, ευλόγως θα ηδύνατο να υποτεθή ότι είχε παγωμένην και λιθίνην καρδίαν αλλά παγερωτέρα και λιθοειδεστέρα ήτο η καρδία των λεπτολόγων εκείνων υποκριτών και φιλοκόσμων ιερέων. «Λάβετε Αυτόν υμείς και σταυρώσατε», είπεν ο Πιλάτος εν άκρα αηδεία, «ότι ουχ ευρίσκω εν Αυτώ αιτίαν». Οποία αποδοχή εκ μέρους Ρωμαίου δικαστού! «Εφ' όσον δύναμαι να κρίνω, είνε εντελώς αθώος· αλλ’ όμως αν πρέπει να Τον σταυρώσητε, λάβετέ Τον και σταυρώσατε.

Είταν, ως φαίνεται, ο Γεώργιος κοινός άνθρωπος της Καππαδοκίας, που με κολακείες και με παρόμοια μέσα κατόρθωσε να πάρη απάνω του την προμήθεια του στρατού. Τόσο όμως ασυνείδητος κι άδικος, που αναγκάστηκε κρύφια να το ξεκόψη. Τόρριξε τότε στα γράμματα, στη ρητορική, στη σοφιστεία. Έγινε τέλος κι Αρειανός.

Η παρουσία στην τελευταία πράξη του Κώστα Μεμιδώφ συγκινεί βέβαια τη γυναίκα του, και νοιώθεις πως μέσα, στα κρύφια της καρδιάς της δεν έπαψε να αισθάνεται για κείνον κάτι. Μα εμένα ο κύριος αυτός δε με συγκινεί.

Κύπρο, Φοινίκην, Αίγυπτο, και χώραις Αιθιόπων, και Σιδονίων κ' Ερεμβών εβγήκα, και Λιβύαν, όπου τ' αρνιά από γενετής τα κέρατα φυτρόνουν, 85 και τρεις φοραίς τεκνοποιούν τα πρόβατα τον χρόνο. κει του ποιμένα περισσά, καθώς και του κυρίου, είναι τυρί και κρέατα και το γλυκό το γάλα, ότι έχουν πάντοτ' άφθονο το γάλα να τ' αρμέγουν• κ' ενώ πλούτη συνάζοντας κει πέρα εγώ πλανούμουν, 90 ωστόσ' άλλος μου φόνευσε τον αδελφό μου κρύφια, απάντεχα, με της μιαρής συντρόφου την απάτη, κ' ιδού γιατί δεν χαίρομαιτα πλούτη αυτά, 'που έχω. και τούτα θα τ' ακούσετε και σεις απ' τους γονείς σας, όποιοι και αν είναι, ότι έπαθα πολλά, κ' έχασα σπίτι 95 ευτυχισμένο με καλά και υπέρλαμπρα περίσσα. κ' έστεργα εγώσπίτι μου το τρίτο να μου μείνη, και εις την ζωή να εσώζονταν οι άνδρες, οπού πέσαν, εις την Τρωάδα την πλατειά, μακράν από το Άργος. και όλους τους κλαίω και οδύρομαι, και το συχνό κλεισμένος 100 εις τα δικά μου μέγαρα, καθήμενος δακρύζω, και ώραιςτο κλάμμα χαίρεται η ψυχή μου και ώραις παύω• γοργά του κρύου κλάμματος ο πόθος ησυχάζει. αλλ' αυτών όλων των ανδρών ο πόνος δεν με θλίβει όσον ενός, 'που ο πόθος του φαγί μου παίρνει κ' ύπνο• 105 ότι κανείς των Αχαιών ωσάν τον Οδυσσέα δεν μόχθησε, ουδ' εβάσταξεν αλλά το 'θελε η μοίρα αυτός να πάθη και άσβυστοςεμέ να μείνη ο πόνος κείνου, ότι λείπει δα καιρούς, ουδέ κανείς γνωρίζει ζη κείνος ή απέθανε• και τώρα θα τον κλαίουν 110 η Πηνελόπ' η φρόνιμη, ο γέρος ο Λαέρτης, και ο Τηλέμαχος, 'π' άφησετο σπίτι ακόμη βρέφος».

Τα γνώριζε τα κρύφια της καταπότια. Την ήξερε την Ασήμω από παιδί. Θα πης, μια και βγήκανε στον κόσμο, άλλαξαν κ' οι δρόμοι τους πια. Ο Πανάγος με την παρέα του, η Ασήμω με τις μαζώχτρες της. Κάθε όμως φορά που τόβρισκε βολικό η Ασήμω, μα στο μάζωμα είτανε, μα στο χωριό, μα στο πανηγύρι, του κρυφοπέταγε φλογερές ματιές. Το σκαρί της, το αίμα της, η ψυχή της όλη, αρχοντόπουλο γύρευε.

Θυμούμαι πώς με αντίκρυσες την πρώτη φορά ταράζοντας μου την καρδιά· δε σου ανθούσε στην όψη η πρώτη νιότη, δε φάνταζε η περήφανη ομορφιά, μα κάποια κρύφια λάμπαζε ωραιότη καθρεφτισμένη σε απαλή ματιά· ένιωσα: εμπρός μου σ' είχε η μοίρα στείλει σαν ένα αργά φτασμένο θείο Απρίλη.

Ο μικρός ο Λεωνίδας, πούχε ακούσει τα μισά της λόγια, γύρισε και κύτταξε τον πατέρα του. — Δε μου λες, πατέρα, τρελλάθηκε η θειά η Ταρσίτσα; Ο παπάς κούνησε το κεφάλι του: — Ή τώρα τρελλάθηκε, παιδί μου, ή τώρα βρήκε τα λογικά της. «Άδηλα και κρύφια» τα μέσα του ανθρώπου... «Μ' έφαε το σκυλί

ΑΜΛΕΤΟΣ Α! στάσου! στάσου! κάθισε κάτω αυτού· ποσώς δεν θα σπαράξης πριν σου παρουσιάσω εγώ κάποιον καθρέφτην, οπού να ιδής τα κρύφια μέρη της ψυχής σου. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τι μελετάς να κάμης; δεν θα με φονεύσης; Ω! βοηθάτε! βοηθάτε! ΑΜΛΕΤΟΣ Πώς; ένα ποντίκι; το έκοψα! στοιχηματίζω ένα δουκάτο! το έκοψα. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ωιμένα! τι έκαμες; ΑΜΛΕΤΟΣ Δεν ξεύρω, ο Βασιλέας είναι; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ω τρελλή πράξις φονική!