Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
«Εις ό,τι λέγεις, τέκνο μου, απ' αίμα καλό δείχνεις• κ' είμαι αρκετός τ' άλογ' αυτά μ' άλλο να μεταλλάξω• και απ' όσα είναι στο σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα, πανεύμορφο, πολύτιμο, θα σου φιλοδωρήσω. κρατήρα καλοκάμωτον θέλει σου δώσω, 'π' όλος 615 είναι αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη, έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας μου το 'χει δώσει, των Σιδονίων βασιληάς, 'ς την σκέπη του όταν ήλθα, διαβάτης εις τον γυρισμό• και συ να το 'χης θέλω».
Κύπρο, Φοινίκην, Αίγυπτο, και χώραις Αιθιόπων, και Σιδονίων κ' Ερεμβών εβγήκα, και Λιβύαν, όπου τ' αρνιά από γενετής τα κέρατα φυτρόνουν, 85 και τρεις φοραίς τεκνοποιούν τα πρόβατα τον χρόνο. κει του ποιμένα περισσά, καθώς και του κυρίου, είναι τυρί και κρέατα και το γλυκό το γάλα, ότι έχουν πάντοτ' άφθονο το γάλα να τ' αρμέγουν• κ' ενώ πλούτη συνάζοντας κει πέρα εγώ πλανούμουν, 90 ωστόσ' άλλος μου φόνευσε τον αδελφό μου κρύφια, απάντεχα, με της μιαρής συντρόφου την απάτη, κ' ιδού γιατί δεν χαίρομαι 'ς τα πλούτη αυτά, 'που έχω. και τούτα θα τ' ακούσετε και σεις απ' τους γονείς σας, όποιοι και αν είναι, ότι έπαθα πολλά, κ' έχασα σπίτι 95 ευτυχισμένο με καλά και υπέρλαμπρα περίσσα. κ' έστεργα εγώ 'ς σπίτι μου το τρίτο να μου μείνη, και εις την ζωή να εσώζονταν οι άνδρες, οπού πέσαν, εις την Τρωάδα την πλατειά, μακράν από το Άργος. και όλους τους κλαίω και οδύρομαι, και το συχνό κλεισμένος 100 εις τα δικά μου μέγαρα, καθήμενος δακρύζω, και ώραις 'ς το κλάμμα χαίρεται η ψυχή μου και ώραις παύω• γοργά του κρύου κλάμματος ο πόθος ησυχάζει. αλλ' αυτών όλων των ανδρών ο πόνος δεν με θλίβει όσον ενός, 'που ο πόθος του φαγί μου παίρνει κ' ύπνο• 105 ότι κανείς των Αχαιών ωσάν τον Οδυσσέα δεν μόχθησε, ουδ' εβάσταξεν αλλά το 'θελε η μοίρα αυτός να πάθη και άσβυστος 'ς εμέ να μείνη ο πόνος κείνου, ότι λείπει δα καιρούς, ουδέ κανείς γνωρίζει ζη κείνος ή απέθανε• και τώρα θα τον κλαίουν 110 η Πηνελόπ' η φρόνιμη, ο γέρος ο Λαέρτης, και ο Τηλέμαχος, 'π' άφησε 'ς το σπίτι ακόμη βρέφος».
Και ο μαχητής Μενέλαος, άμ' άκουσε τον λόγο, την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις, απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν, και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις 95 εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε. και ο μαχητής Μενέλαος του 'πε φωτιά ν' ανάψη, και κρέατα να ψήση ευθύς• και υπάκουσεν εκείνος. ς τον μυροβόλον θάλαμον κατέβη ωστόσ' ο Ατρείδης, κ' η Ελέν' ήταν κατόπι του και ο υιός του Μεγαπένθης. 100 και ότ' ήλθαν οπού οι θησαυροί εμέναν φυλαμμένοι, ένα ποτήρι δίκουπον επήρ' ο Ατρείδης κ' είπε έναν κρατήρα ολάργυρον να φέρη ο Μεγαπένθης. η Ελένη τότ' εσίμωσε 'ς τ' αρμάρια της, 'που μέσα πέπλ' ήσαν ολοπλούμιστοι, τους είχε κάμει εκείνη. 105 έναν εσήκωσε απ' αυτούς η Ελένη, γυνή θεία, απ' όλους τον πλατύτερον κ' εξαίσια κεντημένον, που ωσάν αστέρας έλαμπε• και κάτω απ' όλους ήταν. κ' έφθασαν 'ς τον Τηλέμαχον αφού διαβήκαν όλα τα δώματα• τότε ο ξανθός Μενέλαος είπ' εκείνου• 110 «Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, Τηλέμαχ', ως επιθυμείς, να φθάσης 'ς την πατρίδα. και απ' όσ' έχω 'ς το σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα, πανεύμορφο πολύτιμο θα σου φιλοδωρήσω• κρατήρα κολοκάμωτον θε να σου δώσ', όπ' όλος 115 είν' αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη, έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας, των Σιδονίων ο βασιληάς, μου το 'δωκε, 'ς την σκέπη του ότ' ευρέθην διαβάτης 'ς την επιστροφή• και συ να το' χης θέλω».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν