United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκατοικούσαν δε τότε εις τούτον τον τόπον αι μεν άλλαι τάξεις των πολιτών ενασχολούμεναι εις τας τέχνας και εις το να προμηθεύωνται την τροφήν των από την γεωργίαν, η δε τάξις των πολεμιστών απετελείτο από θείους άνδρας και απ' αρχής, αφ' ού εχωρίσθη από τας άλλας, εκατοικούσε χωριστά, έχουσα όλα τα χρειαζόμενα διά την τροφήν της και την εκπαίδευσιν.

Εις τα πλησίον μέρη του Μουσουλπατάν, πόλιν του βασιλείου της Γολκόνδας, εκατοικούσε μία χωριάτισσα με δύο θυγατέρας πολλά ωραίας· η πρώτη που ονομάζετο Φατμέ ήτον δεκάξη χρονών, και η μικρότερη που ωνομάζετο Κατηγέ ήτον μόνον δώδεκα.

Αυτό το θαύμα έβαλεν εις όλους χαράν και θαυμασμόν και έπαυσαν να μιλούν διά την αρρώστιαν του βασιλοπούλου, και άρχισαν να κηρύττουν την χάριν του μεγάλου Δερβύση. Η Φαρουχνάζη, ακούοντάς την μεγάλην φήμην αυτού του Δερβύση και την αγιότητά του, επεθύμησε να τον ιδή, και να ομιλήση με αυτόν. Όθεν μίαν ημέραν επήγε με τις σκλάβες της εις τον Μιντρεσέ, όπου αυτός εκατοικούσε, διά να τον εύρη.

Τα δε βασιλικά παλάτια από την αρχήν αμέσως τα έκτισαν εις τους ιδίους τόπους, όπου εκατοίκησεν ο θεός και οι πρόγονοί των· τα εκατοικούσε δε ο ένας βασιλεύς διαδεχόμενος άλλον και, εν ώ ήσαν στολισμένα, τα εστόλιζε και αυτός και επροσπαθούσε να περάση όσον ηδύνατο πάντοτε τον προηγούμενον, εις τρόπον ώστε έκαμαν τα παλάτια να τα θαυμάζη κανείς, όταν τα έβλεπε, διά το μεγαλείον και την ωραιότητα των έργων, τα οποία είχον.

Πώς ν' αφήσωμε τον καϋμένο τον παππού ολομόναχο και άρρωστο! Πριν ξημερώση, η Φωτεινή έκαμεν ένα δέμα τα ολίγα πράγματα, όσα της εχρειάζοντο, και, με την ευχήν του πατέρα και της μητέρας της εξεκίνησεν. — Ο Θεός να είνε μαζί σουτο δρόμο σου, της είπαν. Έπρεπε να περιπατήση όλην την ημέραν η μικρά κόρη, διότι ο παππούς εκατοικούσε πολύ μακρυά.

Εχώθη λοιπόν απ’ εκεί μέσα εις την καλύβην. Εκεί εκατοικούσε μία γραία με ένα γάτον και με μίαν όρνιθα, η οποία έκαμνε κάθε ημέραν έν αυγόν. Την αυγήν όταν είδαν το παπί εις την καλύβην, ο γάτος εσήκωσε την ράχιν του υψηλά υψηλά, η όρνιθα εκακάνισεν, η δε γραία είπε: Τι είναι τούτο; Και επειδή δεν εκαλόβλεπεν, ενόμισεν ότι ήτο πάπια και είπε: Καλά την έχομεν, τώρα θα έχω και πάπιας αυγά.

Εκατοικούσε μετά τον θάνατον του ανδρός της, του συχωρεμένου, εις τον εξοχικόν οικίσκον, σιμά εις το Πυργί, επάνω από την Αγίαν Ελένην, ανάμεσα εις το Κακόρεμμα και εις το Μεγάλο Ορμάνι.

Επεριπάτησεν αυτή όλην την ημέραν χωρίς να αναπαυθή και προς το βράδυ έφθασεν εις μίαν πολιτείαν, που ήτον πλησίον εις ένα παραθαλάσσιον· εκτύπησε κατά τύχην την πόρταν ενός μικρού σπητιού, εις το οποίον εκατοικούσε μία καλή γραία. Αυτή ανοίγοντάς την πόρταν, την ερωτήσε το τι γυρεύει.