United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μένων Βεβαιότατα. Σωκράτης Και αι γυναίκες βεβαίως, Μένων, τους αγαθούς άνδρας καλούν θείους, και οι Λακεδαιμόνιοι, όταν εγκωμιάζουν ένα αγαθόν άνδρα λέγουν, ότι θείος ανήρ είναι ούτος. Μένων Και βεβαίως είναι φανερόν, Σωκράτη, αν και αυτός ο Άνυτος θυμώνει μαζί σου όταν ομιλής έτσι. Σωκράτης Δεν με μέλει διόλου. Και περί τούτου μεν πάλιν θα συνομιλήσωμεν.

Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 360 «Άμοιρε ξένε, μ' έθλιψαν τα παραδάρματά σου, ένα προς ένα ως τα 'λεγες' μόνον απ' όλα μύθος μου φάνηκε όσ' ανέφερες ως προς τον Οδυσσέα. καϋμένε, τι να ψεύδεσαι; δεν έχω απ' άλλους χρεία να μάθω αντην πατρίδα του θα γύρη ο κύριός μου. 365 αχ! όλ' οι αθάνατοι από μιας, το ηξεύρω, τον μισήσαν, και να σβυσθή δεν θέλησανταις φάλαγγαις των Τρώων, ή, αφού 'πλεξε τον πόλεμον, εις ποθηταίς αγκάλαις. τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα σήκοναν εκείνου, και δόξαν θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του. 370 και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον πήραν κ' εγώ μένωτην χοιρομάνδραν έρημος• ουδέ ποτέτην πόλι πηγαίνω, εξ' αν η φρόνιμη καλή με Πηνελόπη να υπάγ', οπόταν κάπουθε της έρχεται αγγελία• οι άλλοιτον ξένον κάθονται σιμά, και όλα εξετάζουν, 375 και αυτοί, 'που κλαιν τον κύριον 'που τόσο αργείτα ξένα, και όσοι γελούν και απλέρωτα το βιο του καταλύουν• αλλ' εγώ πλειά δεν ερωτώ κανέναν, απ' την ώραάνδρας με απάτησε Αιτωλός, που 'χε ανθρωποφονήσει, και αφού πολύ πλανήθηκεν εις την καλύβα μ' ήλθε, 380 και αδελφικά τον δέχθηκα• κ' έλεγε ότι τον είδετου Ιδομενέα τα δώματα, ς' την Κρήτη, να διορθόνη τα συντριμμένα πλοία του• κ' έλεγε οπού το θέρος θα φθάσ' ή το φθινόπωρο, τα πλούτη φορτωμένος, με τους λαμπρούς συντρόφους του• και συ, θλιμμένε γέρε, 385 η μοίρ' αφού 'δω σ' έφερε, με ψεύδη μη θελήσης να μου κερδίσης την καρδιά• και όχι για τούτο θα 'χης το σέβας, την αγάπη μου, αλλ' επειδή τρομάζω τον ξένιον Δία και πολύ τα πάθη σου λυπούν με».

Την τελευταίαν μάλιστα νύκτα τους είχομεν πολύ, πολύ πλησίον, διότι διενυκτέρευσαν εις την οικίαν της γραίας, και ηκούομεν τας ομιλίας των και τας διηγήσεις των αισχρών κατορθωμάτων των. Ο κύριος των Τούρκων σκοπός ήτο η ανακάλυψις των κρυπτομένων φυγάδων. Τους άνδρας εφόνευον, τα δε γυναικόπαιδα ηχμαλώτιζον μεταφέροντες την άγραν των εις την πόλιν.

Έβαλα μια φωνή. Εκεί μέσα στην εκκλησιά, γνώρισα δικούς μου ανθρώπους. Ήτον ο Λευθέρης, ο άνδρας μου, ο Στάθης, ο γαμβρός του κ' η Στάθαινα, η ανδραδέλφη μου, που είχε πάρει ευχή, καθώς φαίνεται, πριν σαραντίση και εβάφτιζαν το μικρό τους, την πρώτη κόρη που του είχε κάμει η γυναίκα του η νιόνυφη. Ένας άλλος άνθρωπος ήτον μαζί τους.

Και βεβαίως πρέπει ως εξής να σκεπτώμεθα δι' αυτά. Μήπως, εάν δεν μετέχουν αι γυναίκες με τους άνδρας από κοινού εις όλην την ζωήν, δεν θα είναι ανάγκη να δημιουργηθή κάποια ιδιαιτέρα διάταξις δι' αυτάς. Βεβαίως είναι ανάγκη.

Υμείς δε, ω άνδρας δικασταί, θα επιτρέψετε εις αυτόν να τιμωρήση τον ευεργέτην του, να εκδιώξη τον σωτήρα του, να μισή εκείνον όστις τον εθεράπευσε και να καταδιώκη εκείνον όστις τον ανέστησε; Βεβαίως όχι, αν είσθε δίκαιοι.

Ο Ντάνας είπε· — Κ' είδατε πως κατέβαινε, σαν καμαρωμένη νύφη. Κη τώρα ζαλίστηκε το πηδί· δεν πειράζει, περαστικά νάνε. Όταν συνήλθεν ο Στάθης, έκαμε τον σταυρόν του, εστράφη προς τους άνδρας, και είπε·Τώρα, την Ψαρή την έταξα ασημένια στην Παναγία, και θα την δώσω. Μα, ως τόσο, ένα κατσικάκι, που μου βρίσκεται ακόμη απ' τα πρώτα γεννητούρια, αξίζετε, θα σας το θυσιάσω.

Είπε και αμ' ανεχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• κ' επέταξεν ωσάν αετός• κ' εκείνου έβαλε θάρρος 320 εις την καρδιά και δύναμι• και του πατρός την μνήμη του ξύπνησε πλειότερα• το αισθάνθη μέσα εκείνος, κ' εθαύμασ', επειδή θεός ενόησε πως ήταν. κ' εις τους μνηστήραις πέρασεν ευθύς ο ισόθεος άνδρας.

Από τους βραχίονάς της, τους πόδας, τα ενδύματά της ανέθρωσκον σπινθήρες αόρατοι οι οποίοι επυρπόλουν τους άνδρας. Μία άρπα αντήχει. Το πλήθος την ανευφήμει. Χωρίς να κάμψει τα γόνατά της χωρίζουσα τας κνήμας της, έκυψε με τόσην τέχνην ώστε η σιαγών της έψευσε το δάπεδον.

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Μα ποιός να ήν' εκείνος τάχα που τον φανέρωσε ο χρησμός; της δύστυχης ο άνδρας με ποιόν συναπαντήθηκε, και πού λοιπόν τον είδε; ΧΟΡΟΣ Αγαπημένη μου κυρά, αυτόν τον νηόν τον ξέρεις οπού σαρώνει το ναό; αυτός είν' το παιδί του. ΚΡΕΟΥΣΑ Ποια συφορά! ποια συφορά, ώ φίλες, έχω πάθη! να πέταγα καλήτερα εις τον υγρόν αγέρα απ' την Ελλάδα μακρυά, στης δύσεως ταστέρια.