United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον εδίδαξε να εντείνη την προσοχήν του εις τας αιγάγρους και το πήδημά των, ώστε εις το πήδημα να ημπορή να στέκεται στα πόδια του και αυτός και να στερεώνεται· και αν μέσα εις της σχισμάδες των βράχων δεν είναι καθόλου στήριγμα διά τα πόδια, τότε πρέπει ο άνθρωπος να γαντζώνη με τους αγκώνας, με τους μηρούς και με τας κνήμας, και ακόμη και με τον τράχηλον να σφικτοδαγκώση, όταν το απαιτήση η περίστασις.

Ο Μανώλης, όστις είχε φοβεράν ιδέαν περί του διδασκαλικού τούτου κολαστηρίου, αντέταξεν απελπιστικήν αντίστασιν· αλλ' ο καλόγηρος, βοηθούμενος υπό των πρωτοσκόλων, κατώρθωσε να συλλάβη τας γυμνάς του κνήμας εις τον φάλαγγα και να του μετρήση εις τα πέλματα παρά μίαν τεσσαράκοντα. Το παιδίον, αιμάσσον τους πόδας, ωρκίσθη να μη επανέλθη πλέον εις την κόλασιν εκείνην.

Πολλάκις της ημέρας κατερχομένη εις το δωμάτιον παρεκάλει, ηπείλει, έλεγεν ό,τι αι αισχραί επιθυμίαι της υπηγόρευον, επεδείκνυε στήθη καλλίμαστα και ροδοκόκκινα, βραχίονας ευπαγείς και λευκούς, μηρούς και κνήμας εξαισίου πλαστικότητος, προσπαθούσα διά των θελγήτρων της να τον σύρη εις εαυτήν.

Υψηλός, με γυμνάς τας κνήμας, αισθανόμενος φρικιάσεις παγεράς εις τα νώτα του, με το πρόσωπον ήσυχον, πράον, επίμηκες, από βράχου εις βράχον, επανήρχετο προφυλακτικώς, αποφεύγων τους νυγμούς των αιχμηρών, ακανθωτών σκοπέλων. Πρώτην φοράν απέβαινεν επί της ξηρονήσου ταύτης, ης η περιφέρεια ήτο ελαχίστη.

Υπάρχουσιν εις την Ρώμην τουλάχιστον εκατόν χιλιάδες άτομα με στρεβλάς ωμοπλάτας, με γόνατα εξωγκωμένα, με κνήμας ισχνάς, με οφθαλμούς ολοστρογγύλους ή με κεφαλήν πολύ μεγάλην.

Ο ευσταλέστερος ανερριχάτο εις τους ώμους του, η ζωηροτέρα ήρπαζεν από της αγκάλης του τον άρτον της εσπέρας, άλλος ανηρτάτο από του τραχήλου του, και τα μικρότερα ενηγκαλίζοντο τας κνήμας του.

Από τους βραχίονάς της, τους πόδας, τα ενδύματά της ανέθρωσκον σπινθήρες αόρατοι οι οποίοι επυρπόλουν τους άνδρας. Μία άρπα αντήχει. Το πλήθος την ανευφήμει. Χωρίς να κάμψει τα γόνατά της χωρίζουσα τας κνήμας της, έκυψε με τόσην τέχνην ώστε η σιαγών της έψευσε το δάπεδον.

Προ παντός άλλου επελέκισα τον νεκρόν· του έσπασα το κεφάλι, τους βραχίονας και τας κνήμας, έπειτα απέσπασα τρεις μεγάλας σανίδας και τον ετοποθέτησα μέσα εις το πάτωμα. Μετά τούτο ξανάβαλα τας σανίδας με τόσην επιτηδειότητα, που κανένα μάτι ανθρώπινον, ούτε το ιδικόν του ακόμη, δεν θα ηδύνατο να διακρίνη τίποτε το ακανόνιστον.

Αι χρωματισταί περικνημίδες αι οποίαι περιέβαλλον τας κνήμας της διαπερώσαι υπεράνω των ώμων της, ως ουράνια τόξα συνώδευον το πρόσωπόν της εις πηχιαίαν από του εδάφους απόστασιν. Τα χείλη της ήσαν ζωγραφισμένα, αι οφρείς καταμέλαναι, οι οφθαλμοί της σχεδόν τρομεροί, αι δε σταγόνες του ιδρώτος επί του Μετώπου της ωμοίαζον προς ατμόν επί λευκού μαρμάρου. Η Σαλώμη δεν ωμίλει. Μόνον εβλέποντο.

Οι υπηρέται του ιπποδρόμου έφερον κατ' αρχάς ξύλινον σταυρόν, αρκετά χαμηλόν, όπως η άρκτος ανορθουμένη επί των οπισθίων ποδών, δύναται να φθάνη το στήθος του βασανιζομένου καταδίκου· κατόπιν δύο άνδρες ωδήγησαν ή μάλλον έσυραν επί της κονίστρας τον Χίλωνα, όστις, έχων συντετριμμένας τας κνήμας, δεν ηδύνατο να βαδίση.