United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μάννα του, επειδή τον είχε μονογενή, συχνά έταζε και παρεκάλει τους Αγίους «να τον κάμουν καλά». Πλην φαίνεται ότι αυτός ήτο αρκετά καλά, σχεδόν καλύτερα από πλείστους άλλους, και οι Άγιοι δεν έκρινον ότι εσύμφερε να του δώσουν εκείνο το οποίον η μάννα του ωνόμαζε «την υγειά του», δηλ. την ελευθερίαν να κακουργή εν γνώσει. Η ψαλμωδία εξηκολούθει δι' όλης της νυκτός.

Η Λινιώ παρεκάλει την μητέρα της να είπη τα λοιπά. — Πώς το λένε, μάννα; — «Αητός μ' επήρε, στο δέντρο μ' ανέβασε». — Ύστερα; ύστερα; ηρώτα το Λενιώ. — Ύτελα; επανελάμβανε και ο Μανώλης.

Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα». . . . Και είτα προσέτι, παρεκάλει διά του άσματος την Παναγίαν, να είνε μεσίτρια προς τον Θεόν, «μη μου ελέγξη τας πράξεις, ενώπιον των Αγγέλων . . . » Ω, αυτό είχε την δύναμιν και το προνόμιον να κάμνη πολλά ζεύγη οφθαλμών να κλαίωσι τον παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως . . .

Έλεγε δε και αυτός ο Βρασίδας ότι διήρχετο την χώραν των Θεσσαλών ως φίλος, ότι δεν έφερεν όπλα κατ' αυτών, αλλά κατά των Αθηναίων, ότι δεν ήξευρεν αν υπήρχε μεταξύ των Θεσσαλών και των Λακεδαιμονίων έχθρα τις, ήτις να εμποδίζη τους μεν να διέρχωνται διά της χώρας των δε, και ότι τώρα δεν θα προχωρήση χωρίς την θέλησιν αυτών, αφού μάλιστα δεν ηδύνατο, και τους παρεκάλει να μη τον εμποδίσουν.

Ώστε πρόσεξε, είπε, μήπως μας ανακαλύψουν υπερβαίνοντας το μέτρον και οι Ελλανοδίκαι μας ανατρέψουν την εικόνα. Αυτά έλεγεν εκείνη, συ δε σκέψου, Λυκίνε, να τροποποιήσης το βιβλίον και ν' αφαιρέσης τα τοιαύτα, ιδίως δε όσα θίγουν τους θεούς• διότι αυτά κυρίως την επείραξαν και, ενώ τα ανεγίνωσκε, κατελήφθη υπό φρίκης και παρεκάλει τους θεούς να την συγχωρήσουν.

Ο Βέρθερος επήγαινε στο δωμάτιο δω κ' εκεί και, όταν έμεινε μόνος, πάλι επήγε στην πόρτα της κάμαρας και φώναξε με σιγανή φωνή: «Καρολίνα! Καρολίνα! μόνο μια λέξη ακόμη! ένα αποχαιρετισμόΑυτή σιωπούσε. Εκείνος περίμενε και παρεκάλει και ξαναπερίμενε· τέλος αποσπάσθηκε από τη θέση του και εφώναξε: «Χαίρε! Καρολίνα! χαίρε για πάντα! » Έφθασε στην πόλη της πόλεως.

Παρεκάλει μέσα της τον Χριστόν «να δώση λαδάκι, για ν' αναπλέψ' η φτώχεια». Από δύο ετών, τω όντι, δεν είχαν καρπίσει η εληές, είχε δε αναφανή και μία ύπουλος ασθένεια, φθείρουσα τον καρπόν, και μαυρίζουσα τους κλώνας των δένδρων. Αφού έμεινεν επ' ολίγον εις τον ελαιώνα, εσηκώθη, στρέφουσα πολλάκις την κεφαλήν οπίσω, ως διά ν' αποχαιρετίση τα ελαιόδενδρα και απεμακρύνθη.

Όλην την ημέραν εκάθητο εις τα αλευροπωλείον του, πωλών άλευρον, δεχόμενος έλαιον, φυλλομετρών το κατάστιχόν του και φουμάρων τον ναργιλέ του. Είχε παχύνη όχι μεν ως τον καπετάν-Κονόμον, αλλ' είχε παχύνη τέλος. Πολλάκις τον παρεκάλει η Θωμαή να κλείση τα μαγαζείον ολίγας ώρας, να υπάγουν εις την άμπελον, να φάγουν γλυκά σταφύλια· αλλ' ο Λαλεμήτρος ουδέποτε το απεφάσιζε.

Ο δε Ενδυμίων στενοχωρηθείς εκ τούτου έστειλε πρέσβεις και παρεκάλει να κατεδαφισθή το τείχος και να μη τους αφήσουν να ζουν εις το σκότος• υπέσχετο δε να πληρώνη φόρους και σύμμαχος να είνε και ποτέ πλέον να μη πολεμήση κατά των Ηλιωτών• ήτο δε πρόθυμος να δώση και ομήρους διά ταύτα.

Προηγουμένως ο Πολυκράτης είχε πέμψει προς τον υιόν του Κύρου Καμβύσην, ενασχολούμενον τότε εις το να συναθροίζη στρατόν κατά της Αιγύπτου, και τον παρεκάλει να στείλη εις Σάμον και ζητήση παρ' αυτού στρατόν. Ταύτα ακούσας ο Καμβύσης προθύμως έπεμψεν εις την Σάμον και παρεκάλει τον Πολυκράτη να τω πέμψη ναυτικόν στρατόν διά την κατά της Αιγύπτου εκστρατείαν.