United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνον όταν έφθασεν εις την Κεχρεάν, ηναγκάσθη να ομολογήση, ολίγον αργά, δεν είχε περάσει πλησίον από το μοναστηράκι της Παναγίας. — Γιατί; ηρώτησεν η κόρη της. — Πήγα χαμ' λά, απ' τον Ιληώνα. Βορειότερον ολίγον του μονυδρίου της Παναγίας της Κεχρεάς ευρίσκετο είς ελαιών της. Αυτή, πριν φθάση εις την Παναγίαν, είχε στρέψει κ' επήγε να ιδή τον ελαιώνα, αν και είχε νυχτώσει ήδη.

Ο οίνος έρρεε και ο λόγος έρρεε· αλλά η βραδιά ήτο πολύ σύντομος, εφάνη εις τον Ρούντυ· και μόλα ταύτα είχε παρέλθει το μεσονύκτιον, όταν αυτός μετά την πρώτην του εις τον Μύλον επίσκεψιν ήλθεν εις το σπίτι του. Τα φώτα έλαμπαν ακόμη ολίγον διάστημα διά των παράθυρα του Μύλου μέσα εις το πράσινον των δένδρων φύλλωμα.

Και αυτός ο ξένοςας μου επιτραπή να τον αποκαλώ ούτω, αφού ήτο πάντοτε και δι' όλους ένας ξένοςυπάγεται εις την κατηγορίαν τούτων. Το ανάστημά του ήτο ολίγον μικρότερον του μετρίου· αλλ' υπήρχον στιγμαί ισχυρού πάθους, καθ' ας εφαίνετο ότι εμεγεθύνετο παρά πάσαν προσδοκίαν.

Ο λιμενοφύλαξ, ως φάσμα εξελθών από του νέφους του εγγύς καφενείου, έλαβε τα χαρτιά από τον γέροντα αλιέα, και μετ' ολίγον ένας όγκος μέγας και μαύρος, ως καθεύδουσα προβατίνα, σκεπασμένη εντός της κοιλίας της αλιάδος υπό βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, εξεδιπλώθη, μακρός, υψηλός, κ' εφάνη εν τη αποβάθρα ξένος τις, ανδρικής ηλικίας, φέρων επ' ώμων την χλαίναν και κρατών εις χείρας δισάκκιον ελαφρόν.

Και λαμβάνοντας μίαν πέτραν εκτύπησα τον μεγαλύτερον όφιν εις την κεφαλήν και ευθύς τον εσκότωσα και ελευθερώθη ο άλλος που εζήτει βοήθειαν· έπειτα επέταξεν εις τον αέρα και έγινεν άφαντος. Εγώ ανεχώρησα ολίγον μακράν και εκάθησα εις τον ίσκιον άλλου δένδρου και εκεί απεκοιμήθην. Όταν εξύπνησα είδα πλησίον μου να κάθηται μία γυναίκα Αράπισσα με δύο σκύλες δεμένες.

Η νεάνις μετ' ολίγον, τακτοποιήσασα πάντα, ήναψε τας κανδήλας, η γραία έρριψε θυμίαμα επί του προχείρου εκείνου θυμιατού, ήναψε τα κηρία οπού έφερε μαζί της, και προσηύχετο ενώπιον της εικόνος του Χριστού, παραπονουμένη μετά δειλίας πενθίμου: — Για πέντε συχνάτσες!

Η λέξις θεοί τον έκαμε να συνέλθη ολίγον εκ της ταραχής και ανυψώσας τας χείρας εις τον ουρανόν ανεφώνησε: — Δεν επικαλούμαι σας, των οποίων τα ιερά καταρρέουν εις τας φλόγας, αλλά Σε! . . . . Συ είσαι ο μόνος εύσπλαγχνος. Συ ήλθες επί της γης ίνα διδάξης τους ανθρώπους το έλεος. Ευσπλαγχνίσθητι! Σώσον την Λίγειάν μου.

Ο βασιλεύς ακούοντας τοιαύτα λόγια εφοβήθη τρόπον τινά, διότι είχεν ολίγον πνεύμα και με ευκολίαν δεν εκαταλάμβανε τας πανουργίας των πονηρών, ως απλούς και απαίδευτος.

«Εκύκλωσαν αι του βίου μου ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε . . . » Και επόθει ολοψύχως τον μοναχικόν βίον, ολίγον αργά, και επεκαλείτο μεγάλη τη φωνή τον «Γλυκασμόν των Αγγέλων, των θλιβομένων την χαράν», όπως έλθη εις αυτόν βοηθός και σώτειρα: «Αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων . . . ».

Και κατ' αρχάς μεν εξήρχετο της Μονής ο θυρωρός, χωρίς να έχη σαφή ιδέαν περί των πραγμάτων, αλλ' όταν επροχώρησεν ολίγον, και είδε να κλείηται και ν' ασφαλίζηται η πύλη διά του σιδηρού μοχλού, και ήκουσε τέλοςδεινόν ειπείν! — ήκουσε γοερώς αντηχούσαν την φωνήν του μαγείρου, κραυγάζοντος «κλέφτες!», όταν τον είχε κτυπήσει ο αρχιληστής, ως είδομεν, τότε εκαθαρίσθησαν πλέον αι ιδέαι του στρογγύλου μοναχού, γενόμεναι στρογγυλώτεραι και μετά μίαν ώραν ήτο εις το Μετόχιον και μετά ταύτα εις την κώμην, όπου τον είδον περίφοβοι οι άνθρωποι, εις την αγοράν κυλιόμενον ως βαρέλιον διά της παραλίας και κραυγάζοντα «κλέφτεςχωρίς να ίσταται και χωρίς να διασαφηνίζη το πράγμα, έως ου ενεφανίσθη ενώπιον του δημάρχου.