United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η άτρακτος υψώθη βοΐζουσα, διέγραψεν ευρύ τόξον, διήλθεν άνω των παιδιών κ' έπεσεν εμπρός αυτών με κτύπον ξηρόν και πένθιμον, ως θραυσθείσης χορδής. Ευθύς γαλανή λίμνη πλατεία, τρικυμιώδης ηνοίγη προ των παιδιών, φθάνουσα σχεδόν τους πόδας των. Άνωθεν της ίπταντο γιγάντια όρνεα, κρώζοντα γοερώς και κτυπώντα παταγωδώς τας μεγάλας, ως ιστία πλοίου, πτέρυγάς των.

Ωχ! έκλαιεν ακόμη θρηνών ο ρινόφωνος γραμματεύς και οικονόμος πάτερ-Σισώης, κλειδωμένος εν τω κενώ ταμείω. Και αντήχει γοερώς η φωνή του εις την έρημον κόρδαν των κελλίων ως νυκτικόρακος στεναγμός. — Μας επρόδωσαν, κύριε δήμαρχε! επανελάμβανεν ο γέρων αρχοντάρης. Μας επρόδωσαν! Τα εγνώριζον όλα. Ακόμη και τα κλειδιά, τα οποία είχον εις τον κόρφον μου!

Όταν εγώ τον εφόνευα και του κατέφερα πολλά τραύματα εις τα φαινόμενα μέρη του σώματος, ώστε να προξενήση μεγαλειτέραν λύπην εις τον πατέρα του και εις το πρώτον βλέμμα να του σπαράξη την ψυχήν, ο νέος ανεφώνησε γοερώς επικαλούμενος τον πατέρα του, όχι βέβαια ως βοηθόν και σύμμαχον, διότι εγνώριζεν ότι ήτο γέρων και αδύνατος, αλλά διά να ίδη την δυστυχίαν του.

Εν τη αυλή υπό το φως μεγάλης λυχνίας, ο μικρός εγγονός, κυνηγών την έρημον και μόνην όρνιθα, γοερώς κακαρίζουσαν, κατετρόμαξε την γραίαν μάμμην του, της οποίας ο νους, άπαξ ταραχθείς εκ των φαντασμάτων, δεν είχε καθησυχάσει ακόμη τελείως.

Σπαραξικάρδιος αντήχησε τότε η δυωδία του προ της κλειστής θύρας κλαίοντος παιδιού και του όπισθεν αυτής γοερώς υλακτούντος σκύλου. Ο θόρυβος εκείνος προσείλκυσε τον ιατρόν, εις του οποίου το βροντοφώνημα ηναγκάσθη ο ζωοτόμος να υπακούση, ανοίγων την θύραν.

Η φήμη όμως διέδωσε και η παράδοσις του μικρού χωρίου διέσωσεν ότι η χήρα η Αλτανού, εκεί οπού εμοιρολογούσεν από πάνω από το όρυγμα ανακαλούσα το τελευταίον ναυτόπουλό της, τον Μανώλην της, το ώμορφο θαλασσοπούλι της, ως τον ωνόμαζε τώρα με τους παθητικούς της θρήνους, η άπαις και έρημος μητέρα, εξαπατηθείσα από τον σχηματιζόμενον αντίλαλον οπού επανελάμβανε γοερώς το γλυκύ όνομά του, έκυψε τόσον πολύ η άμοιρος, ώστε, επάνω εις την έκστασίν της εκείνην, έπεσε μέσα εις αυτό να συναντήση θαρρούσα το τελευταίον παιδί της . . . .

Οδηγούμενοι εξ αυτών διήλθομεν τας ερήμους του χωρίου οδούς και εφθάσαμεν ενώπιον της εκκλησίας. Εκεί συνωθούντο οι χωρικοί, υπεράνω δε των κεφαλών των είδομεν κατ' εκείνην την στιγμήν εις της εκκλησίας τα πρόθυμα αναβαίνοντα δύο φέρετρα, το έν μετά το άλλο, και πέριξ αυτών αι γυναίκες έκλαιον και ωδύροντο και εκραύγαζον γοερώς.

Και ανοίξασα το παράθυρον γοερώς εφώνει με λελυμένην την κόμην αναταράξασα όλην την γειτονίαν: Πωπώ! Πωπώ! έως ου ήλθον δύο αγαθαί γειτόνισσαι και καθησύχασαν αυτήν, παραμένουσαι διαρκώς πλησίον της, μέχρις ου επανέλθουν οι μεταβάντες προς αναζήτησιν του Μπάρμπα-Σταύρου.

Το βίντσιον, κροτούν και συστρέφον γοερώς τας αλύσεις του, εξηκολούθει ν' ανασύρη έπιπλα και εμπορεύματα.

Προσέχει περισσότερον, ανοίγει σιγά το παράθυρον, εξάγει την κεφαλήν του, και βλέπει μολοσσόν υπερμεγέθη γοερώς ωρυόμενον, και σύροντα παταγωδώς επί του λιθοστρώτου κολοσσιαίον αγγείον εκ λευκοσιδήρου, προσηρτημένον εις την ουράν του.