United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο αστραπή συγχρόνως και κεραυνός. Ήκουσα μόνον κλειομένην παταγωδώς την θύραν του μαγειρείου, και είδα συγχρόνως τον γάτου σφαδάζοντα εν μέσω των ηρακλείων χειρών της μεγαίρας. Τον εκράτει από των οπισθίων του ποδών και κατέφερε ταχεία την κεφαλήν του επί το πλακοστρώτον του μαγειρείου.

Κατά την εποχήν εκείνην είχε γείνει εν Ελλάδι σπουδαία και αποτελεσματική εργασία προς εξάλειψιν της ληστείας, όθεν οι τρεις ή τέσσαρες αρχηγοί των τότε ισαρίθμων κομμάτων, συνασπισθέντες, ως να ήσαν εκδικηταί των προγεγραμμένων, εκρήμνισαν παταγωδώς από της αρχής το έκφυλον Υπουργείον.

Προσέχει περισσότερον, ανοίγει σιγά το παράθυρον, εξάγει την κεφαλήν του, και βλέπει μολοσσόν υπερμεγέθη γοερώς ωρυόμενον, και σύροντα παταγωδώς επί του λιθοστρώτου κολοσσιαίον αγγείον εκ λευκοσιδήρου, προσηρτημένον εις την ουράν του.

Δημήτρη! ανέκραξε τέλος συνερχομένη, και η φωνή της εβρόντησεν ως φωνή κατηγόρου, και η χειρ της υψώθη απειλητική. Πού τα ηύρες αυτά τα χρήματα; Ο πτωχός Δημήτρης έμεινε κατ' αρχάς ενεός και κατάπληκτος προ της αιφνιδίας μεταμορφώσεως της συζύγου του. Αλλ' αστραπή ταχεία, η αστραπή της υποψίας της Μαριώς, διέδραμεν αμέσως την διάνοιάν του, και ανακαγχάσας παταγωδώς.

Ο καραβόσκυλος, σειόμενος παταγωδώς, ετίνασσεν από του στιλπνού τριχώματός του την θάλασσαν βραχείς και αυτός την νύκτα· αλλ' οι ναύται τυλιγμένοι εις τας κηρόχρους νιτζεράδες των με τα κηρωτά κασκέτα κεκαλυμμένοι μέχρι των ώτων, με τας χείρας αφανείς κρεμαμένας ως χηλάς οστρακοδέρμου με τους πόδας γυμνούς ωμοίαζον προς καβούρας με τας αγκυλωτάς των μύστακας αναμένοντες «να σκαντζάρη η βάρδια» ίνα ξαλλάξωσιν.

Το γεύμα, εννοείται, είνε φαιδρότατον, και οι δαιτυμόνες ομιλητικότατοι. Η κυρία Πηνελόπη υψόνει ήδη το ποτήριόν της προπίνουσα εις υγείαν του συζύγου της και ευχομένη καί εις άλλα, ότε ο Περδίκης ανοίγει παταγωδώς την θύραν και ενσκήπτει ως κεραυνός εις την αίθουσαν. Η μορφή του είνε πορφυρά, οι οφθαλμοί του απλανείς, το βήμα του ασταθές, και αι χείρες του κινούνται ως πτέρυγες ανεμόμυλου.

Εν τοιαύτη διατελούσα λυπηρά ανησυχία, ήκουσε φωνήν χονδρήν ναύτου παρακάτω εις το παράλιον, και φωνάς άλλας έπειτα και πατήματα βαρέα ναυτικά πολλών άλλων, ως εν διαφωνία παταγωδώς λαλούντων. — Όχι! είπεν η φωνή του ναύτου. Νά, έτσι είνε το σωστό. Εγώ ήμουντο λιμεναρχείον. Επειδή και είνε νησιώτης απ' εδώ, του έκαμαν την χάρι και τον πρατιγάρησαν την αυγή.

Οι κρότοι των πυροβόλων επηκολούθουν συνεχείς. Από του στόλου και από του φρουρίου οι Τούρκοι ετέλουν παταγωδώς του φρικτού θριάμβου των τα προεόρτια. ― Αλλοίμονον εις την Χίον! ανέκραξεν ο πατήρ μου. Και εξηκολουθήσαμεν τον δρόμον μας. Ο Πύργος όπου μετεβαίνομεν εκείτο εντός φάραγγος. Ο ορίζων ήτο περιορισμένος, ουδ' εφαίνετο εκείθεν η θάλασσα.

Εντούτοις η άγκυρα ανειλκύσθη, οι τροχοί περιεστράφησαν πλήττοντες παταγωδώς την θάλασσαν και ήρχισε το ατμόπλοιον να κινήται. Ηγέρθην τότε και στηριχθείς επί της όπισθεν του πηδαλίου σπείρας σχοινίων, έβλεπα την ωραίαν πόλιν εκ της οποίας απεμακρυνόμεθα.