United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι προς ημάς η Τήνος ή η Μύκονος ; Λιμένα καταφυγής ηθέλομεν, και σκέπην φίλόξενον, υπό την οποίαν να κλίνωμεν την κεφαλήν, και Τούρκους πλησίον να μη έχωμεν! Περί ηλίου δυσμάς ανειλκύσθη η άγκυρα και απεπλεύσαμεν. Η Ανδριάνα εν τούτοις έμενε τεθλιμμένη και άφωνος.

Την άλλην ημέραν κόσμος πολύς έτρεξεν εις το παραθαλάσσιον να ίδη το ωραίον πλοίον, το οποίον έρριψεν εις την θάλασσαν ο κυρ Σταμάτης· βαρειά φορτωμένο, είχε και όλα, όσα του εχρειάζετο διά το ταξείδι· ούτε τα πανιά, ούτε η άγκυρα, ούτε το τημώνι του έλειπαν. Μεγάλος πλέον πλοίαρχος ο κυρ Σταμάτης εδέχετο συγχαρητήρια από όλους.

Απ' του Χάρου τα δόντια, είπε ο λοστρόμος. — Τώρα ν' αφήσουμε την «Αθηνά» και να πιάσωμε τον Μοναχάκη, είπε ο Γερο-Φλώκος. Τον πονούσε η ψυχή του. Έβαλε όλα τα γιατροσόφια του κάτω, μα του κάκου. Τον Μοναχάκη τον έψηνε η θέρμη στο στρώμα. Οι πόνοι τον έσφαζαν. ... Σε πέντε ημέρες, Κυριακή ημέρα, το απομεσήμερο ρίχνανε την άγκυρα στην πατρίδα.

Πέντε νύχτες και πέντε μέρες αρμένισε κατ' ευθείαν στην Κουρνουάλλη, και την έκτη έρριξε την άγκυρα στο λιμάνι του Τινταγκέλ. Πέρα από το λιμάνι, υψώνεται προς τη θάλασσα το παλάτι, φραγμένο απ' όλες της μεριές. Δεν μπορούσε να μπη κανείς παρά μόνον από μια σιδερένια πόρτα που μέρα και νύχτα δυο άγρυπνοι φρουροί την εφύλαγαν. Πώς να μπη; Ο Τριστάνος κατέβη από το καράβι και κάθησε στην παραλία.

Όλη τη νύχτα εβάσταξε ο θρήνος. Και όταν έφεξε η ημέρα είδα το κακό που έγινε. Άλλα καράβια ήσαν μισοσπασμένα, άλλα γδυμνά από ξάρτια· ένα εδώ είχε τη μισή πρύμη φαγωμένη· άλλο εκεί ήταν δίχως μπαστούνι και φλόκους. Το Βασιλικό έγερνε κ' εκρατούσε καρφωμένο στην άγκυρά του ένα Σαμιώτικο τρεχαντήρι.

Εντούτοις η άγκυρα ανειλκύσθη, οι τροχοί περιεστράφησαν πλήττοντες παταγωδώς την θάλασσαν και ήρχισε το ατμόπλοιον να κινήται. Ηγέρθην τότε και στηριχθείς επί της όπισθεν του πηδαλίου σπείρας σχοινίων, έβλεπα την ωραίαν πόλιν εκ της οποίας απεμακρυνόμεθα.

Και συ δε, ρήτωρ, άφησε την τόσην απεραντολογίαν και την πληθώραν των λόγων, τας αντιθέσεις και τας παρομοιώσεις, τας στρογγυλάς περιόδους και τους βαρβαρισμούς και τα άλλα βάρη των λόγων. ΡΗΤ. Ιδού, τα αφίνω. ΕΡΜ. Καλά. Ώστε τώρα λύσε τα σχοινιά, ας τραβήξωμεν την σκάλαν, ας ανελκυσθή η άγκυρα, τέντωσε το πανί και κανόνισε το τιμόνι• και τώρα καλό ταξείδι.

Μα πάλι του ήρθε να σηκώση την άγκυρα, να ζυγώση στο μώλο και να βγη στη στερηά. Τον έπνιγε κάποια στενοχώρια. Πρώτη φορά έννοιωθε πως ήτανε μοναχός του μέσα στον κόσμο και μοναχός του μέσα στη βάρκα. Αληθινό στοιχειό. Και ο κόσμος του φάνηκε τώρα δυο φορές πιο μεγάλος κ' η βάρκα του καράβι τρικάταρτο, που βρισκότανε μέσα μοναχός του κ' έρημος, μικρός, μικρός, μικρότερος από ένα μαμούνι.

Σηκώνει την άγκυρα από δω κι' ύστερα από δέκα μέρες γυρίζει πάλι και ρίχνει την άγκυρά του στο ίδιο μέρος. Έκανε διακόσιους τόννους κάρβουνο στάχτη, και σαράντα χιλιάδες δραχμές καπνό. Κατάλαβες; Ο γραφέας έφυγε χωρίς να δόσει απάντηση. Άρχισε να γυρίζει απάνω, κάτω, πρύμη, πλώρη, όλο το καράβι. Δεν εύρισκε κανένα να μπορεί να μιλήσει.

Πόσον καλλύνει τα πάντα, ενόσω διαρκεί, και πόσον ταχέως παρέρχεται! Μετά εικοσιτεσσάρων ωρών διαμονήν εις Νεάπολιν μετεβαίνομεν εις Σιβιταβέκιαν. Αφού επεσκέφθην όσα πλειότερα ηδυνήθην εκ των αξιοθεάτων της Νεαπόλεως, επέστρεψα εγκαίρως εις το ατμόπλοιον, προτού ανελκυσθή η άγκυρα. Το κατάστρωμα ήτο πλήρες ανθρώπων.