Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Απ' του Χάρου τα δόντια, είπε ο λοστρόμος. — Τώρα ν' αφήσουμε την «Αθηνά» και να πιάσωμε τον Μοναχάκη, είπε ο Γερο-Φλώκος. Τον πονούσε η ψυχή του. Έβαλε όλα τα γιατροσόφια του κάτω, μα του κάκου. Τον Μοναχάκη τον έψηνε η θέρμη στο στρώμα. Οι πόνοι τον έσφαζαν. ... Σε πέντε ημέρες, Κυριακή ημέρα, το απομεσήμερο ρίχνανε την άγκυρα στην πατρίδα.

Αναιβοκαταίβαινε της σκάλαις, εκουβέντιαζεν, έψαλλεν, έψηνε καφφέ, εμαγείρευε· και πολλάκις και τον εθώπευε φευ! τον αγαπημένον της πατέρα, φιλούσε περιπαθώς την δεξιάν του, όστις επετιέτο αμέσως επάνω, σαν να τον ήγγιζαν αναμμένα κάρβουνα. — Δεν είναι καλό πράγμα αυτό! Τότε απεφάσισεν ο παπά-Κονόμος ναμακρύνη ολίγον από την οικίαν του οπού του επροξενούσε τόσην θλίψιν και τόσην συγκίνησιν.

Κ' εκείνοι, αφού εσηκώθηκαν, κάνουνε θυσία στο Διόνυσο κριάρι χρονιάρικο· κι αφού ανάψανε μεγάλη φωτιά, ετοίμαζαν το φαΐ. Ενώ λοιπόν η Νάπη εζύμωνε κι ο Δρύαντας έψηνε το κριάρι, βρίσκοντας ευκαιρία ο Δάφνης κ' η Χλόη, βγήκαν έξω από τη στάνη εκεί όπου ήταν ο κισσός· κι αφού έστησαν πάλι δίχτυα και ξόβεργα, έπιασαν όχι λίγα πουλιά.

Αφού μάλιστα η ιδέα προήρχετο από τον Μπάρμπα-Σταυρήν, ο Σπύρος ευρέθη μετ' ολίγον ευκόλως διευθυντής ενός ωραίου καφενείου εις την Βάθειαν, με μίαν μεγάλην λεύκαν εμπρός. «Εις την Λεύκα » με το όνομα. Ο νταμπής έψηνε τους καφέδες, ο σερβιτόρος τους εμοίραζε, και ο Σπύρος εκάθητο από το πρωί έως το βράδυ στον μπάγκο αναγινώσκων εφημερίδας και διαλεγόμενος περί εκλογών.

Ήταν άγριος και κακός σε μένα όπως και στους ναύτες του. Εκείνοι απόφευγαν να δουλέψουν κοντά του. Κάλλιο σκλάβος στ' Αλιτζέριπαρά με τον Καλιγέρη, έλεγαν για να δείξουν την απονιά του. Τους έψηνε τα ψάρι στα χείλη. Όχι μόνον στη δουλειά μα και στο φαγί και στην πληρωμή ακόμη.

Τους έψηνε τους πλούσιους τω μερών εκείνων και μάλιστα τους Εθνικούς. Μήτε ναό τους αφήκε ακούρσευτο, μήτε ιερέα τους ήσυχο. Ζώντας ακόμα ο Κωστάντιος, σηκώθηκε ο λαός και τον έδιωξε, κ' έγινε ανάγκη να βγη ο στρατός και να τονέ διαφεντέψη. Όταν όμως ανέβηκε ο Ιουλιανός στα 361, έρχεται αμέσως βασιλικό διάταγμα που σταλήθεια τον ξεθρόνιζε.

Και ο γέρω Μήτρος ολοένα εκεντούσε, ομιλώντας πότε πότε με τα χτηνά του στη γλώσσα που τα συνείθισεν ν' ακούνε και το αυλάκι σιγά σιγά εμάκραινε και ο ήλιος ανέβαινε κ' εφλογοβολούσε κ' έψηνε το χώμα, ενώ μικροπούλια του κάμπου ποικιλόχρωμα, χαριτωμένα, καθισμένα στους θάμνους και στα χαμόκλαδα ή και στο νωποανασκαμένο χώμα, πίσω από το αλέτρι, εύθυμα, άφοβα, ωρμούσαν πότε πότε, σαν σαΐτες, ψηλά σ' ένα διάστημα, αφίνοντας και καμμιά χαροπή φωνούλα, άρπαζαν σ' τον αέρα κανένα έντομο και κατέβαιναν πάλι στα χαμόκλαδά τους, ή και εκυνηγούσε το ένα τ' άλλο, χωρίς καθόλου να φοβούνται τα βώδια και το γέρω Μήτρο, συντρόφους τους συνειθισμένους.

Ζωσμένος το σπαθί του, μ' αμπολυμένα χαλινάρια, — στα τέσσερα, — είχε φύγει ο Γκορνεβάλης από την πολιτεία. Ο Βασιληάς θα τον έψηνε ζωντανό, αντί του αφεντικού του. Απάντησε τον Τριστάνο στο γιαλό κι' ο Τριστάνος φώναξε: «Δάσκαλε, ο Θεός με λυπήθηκε! Α! δυστυχισμένος εγώ! Τι με ωφελεί; Χωρίς την Ιζόλδη, τι μ' ωφελεί; Γιατί καλλίτερα να μην γίνω κομμάτια στο πέσιμο!

Από τη δεύτερη πάλε γυναίκα του, τη Φάουστα, είχε τον Κωσταντίνο και τον Κώστα. Έχουνε να πουν πως η Φάουστα τονέ μισούσε τον Κρίσπο, σα μητρυιά του που είταν, από αγάπη τω δυο της παιδιών, και πως τάχατες τραβούσε τον αυτοκράτορα από το μέρος της. Άλλοι πάλε υποψιάστηκαν το ενάντιο κ' είπαν πως από την αγάπη που είχε του Κρίσπου τον έψηνε στη ζούλια η Φάουστα τον άντρα της.

Έξω υπό το φέγγος της σελήνης, δεξιόθεν του ναΐσκου, έβρεμε γενναίον πυρ, και ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης ο εκ των πλησιοχώρων της πολίχνης ελθών ποιμήν, είχεν οβελίσει ήδη έναν αμνόν και τον έψηνε.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν