Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Ετούτος ο ύστερος ήτον πλούσια φορεμένος, και εκρατούσεν εις το χέρι του ένα γυμνό σπαθί βαμμένον από αίμα, ο οποίος εγνωρίζουνταν καλώτατα ότι αυτός εκυνηγούσε τον πρώτον, και πώς επροσπαθούσε μεγάλως διά να τον φθάση· μα το θαυμασιώτερον ήτον, που ήτον τόσον παρόμοιος εις την μορφήν με τον άλλον, που η βασίλισσα μην ημπορώντας να φτουρήση εφώναξε πάλιν· ω Ουρανέ, ετούτος είναι ο άνδρας μου· ήτον και αυτός τόσον θαμπωμένος, που επέρασε πολλά κοντά της χωρίς να την κυττάξη.
Παρατήρησα μόνο πως απ' την ημέρα εκείνη άλλαξαν οι τρόποι του με το κορίτσι. Άρχισε να φέρεται μαζί της σαν Σουλτάνος. Δεν επρόσεχεν εις τα λόγια του· την έπιανεν από τη μέση και την εκυνηγούσε να την φιλήση. Αυτά τα καμώματα δεν μας άρεζαν διόλου. Εσυλλογούμεθα όμως τη δική μας φτώχεια και το δικό του φούρνο.
Ο κυρ Μόσχος είχεν ως συντροφιάν το τσιμπούκι του, το κομβολόγι του, το σκαλιστήρι του και την ανεψιάν του την Μοσχούλαν. Η παιδίσκη θα ήτον ως δύο έτη νεωτέρα εμού. Μικρή επήδα από βράχον εις βράχον, έτρεχεν από κολπίσκον εις κολπίσκον, κάτω εις τον αιγιαλόν, έβγαζε κοχύλια, κ' εκυνηγούσε τα καβούρια. Ήτον θερμόαιμος και ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού.
Ένα μαντρόσκυλο παραφυλάξαντας την απροσεξιά τους, άρπαξεν ένα κομμάτι κρέας κ' έφυγε από τη θύρα. Κ' ενώ το εκυνηγούσε κ' έφτασε σιμά στον κισσό, βλέπει το Δάφνη, που είχε κρεμάσει στους ώμους το κυνήγι, αποφασισμένος να φύγη κρυφά.
Εις αυτό το διάστημα που ο βεζύρ Αλής εδιηγούνταν αυτά της βασίλισσας, ο βασιλεύς της Θέμπας εκυνηγούσε μετά μεγάλης βίας τον εχθρόν του, τον οποίον φθάνοντάς τον, τον ελάβωσε με το σπαθί του εις την πλάτην, και τον έρριξε κάτω από το άλογον· ξεπεζεύει και αυτός διά να τον αποσκοτώση. Τότε εκείνος ο τρισάθλιος του εζήτησε να του αφήση την ζωήν.
Και ο γέρω Μήτρος ολοένα εκεντούσε, ομιλώντας πότε πότε με τα χτηνά του στη γλώσσα που τα συνείθισεν ν' ακούνε και το αυλάκι σιγά σιγά εμάκραινε και ο ήλιος ανέβαινε κ' εφλογοβολούσε κ' έψηνε το χώμα, ενώ μικροπούλια του κάμπου ποικιλόχρωμα, χαριτωμένα, καθισμένα στους θάμνους και στα χαμόκλαδα ή και στο νωποανασκαμένο χώμα, πίσω από το αλέτρι, εύθυμα, άφοβα, ωρμούσαν πότε πότε, σαν σαΐτες, ψηλά σ' ένα διάστημα, αφίνοντας και καμμιά χαροπή φωνούλα, άρπαζαν σ' τον αέρα κανένα έντομο και κατέβαιναν πάλι στα χαμόκλαδά τους, ή και εκυνηγούσε το ένα τ' άλλο, χωρίς καθόλου να φοβούνται τα βώδια και το γέρω Μήτρο, συντρόφους τους συνειθισμένους.
Αγαπούσε πολύ να τρέχη, να χαζεύη και να μην υπακούη. Όταν δεν ευρίσκετο εις τους αιγιαλούς, κυνηγών καβούρια εις τα θαλάμια ή μικρά χταποδάκια εν καιρώ γαλήνης εις τα ρηχά, έτρεχεν εις τα Κοτρώνια, άνωθεν της συνοικίας, επί του βραχώδους λόφου, όπου ήτο κτισμένον, σιμά εις τον ναΐσκον του αγίου Νικολάου, υψηλά εν απόπτω, το σπιτάκι των. Εκυνηγούσε τας φωλεάς.
Άσπρος και λερωμένος σαν άπλυτο καραβόπανο εστριφογύριζε γοργά, λέγεις κ' εβιαζόταν να κρυφθή στα κύματα, πριν τον προφθάση η αναστάτωσι των στοιχείων. Τα δελφίνια έτρεχαν κοπαδιαστά επάνω στον καιρό κ' επηδούσαν έξω από τα νερά, σαν να τα εκυνηγούσε καμμία φάλαινα. Οι γλάροι με τον λαιμό στους ώμους, χαμωπετώντας και σκούζοντας έφευγαν κατά τις στεριές.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν