United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον έβλεπα πλαγίως όπισθεν του βράχου, όστις μ' επροφύλαττεν. Έτρεχον τα νερά του, αφρίζοντα όπου το ρεύμα εύρισκε πρόσκομμα επί της βραχώδους κοίτης. Η θέα των μ' εταντάλιζεν. Εις εκείνα προσήλωνα τα βλέμματα· και γεμίζων και κενώνων το όπλον, τον νουν μου είχα διαρκώς εκεί κάτω. Ήθελα να καταβώ, να πίω, να κορέσω την δίψαν μου.

Πώς μετήλλαξεν αίφνης την προτέραν της θέσιν; Πώς ωδοιπόρησε καθ' ύπνους; πώς αλλού κοιμηθείσα, αλλού εξύπνησε; ποίαν τριχίνην γέφυραν διέδραμεν εναέριος από βραχώδους πέτρας εις ευώδη κοιτώνα; Μάτην κατεπόνει τον νουν της, όπως απαντήση εις τα ερωτήματα ταύτα της ψυχής της η Ψυχή.

Όταν ο ήλιος εκρύβη εις την κορυφήν του βραχώδους βουνού, κ' εσκίασεν η κοιλάς, και ήτο δειλινόν πλέον, εστενοχωρήθη και προέκυψε την κεφαλήν έξω της κρύπτης. Εκύτταξεν άνω και κάτω, εις την κοιλάδα την κατάφυτον από ελαιώνας, αλλά ψυχή δεν εφαίνετο.

Αγαπούσε πολύ να τρέχη, να χαζεύη και να μην υπακούη. Όταν δεν ευρίσκετο εις τους αιγιαλούς, κυνηγών καβούρια εις τα θαλάμια ή μικρά χταποδάκια εν καιρώ γαλήνης εις τα ρηχά, έτρεχεν εις τα Κοτρώνια, άνωθεν της συνοικίας, επί του βραχώδους λόφου, όπου ήτο κτισμένον, σιμά εις τον ναΐσκον του αγίου Νικολάου, υψηλά εν απόπτω, το σπιτάκι των. Εκυνηγούσε τας φωλεάς.

Τας φωνάς είχον ρήξει ο είς των αιπόλων, και ο είς των υλοτόμων, οίτινες έτυχον καθήμενοι παρά τον πυρσόν, ανατολικώς του ναΐσκου. Διά των φωνών τούτων είχον απαντήσει είς τινας κραυγάς ελθούσας απ' αντικρύ, εκ της θαλάσσης. Εκεί, εν μέσω του Κάστρου και της βραχώδους ακτής του Κουρούπη, εσχηματίζετο επισφαλής όρμος, ο Μικρός Γιαλός.

Ο ήλιος είχε δύσει, όταν έφθασεν εις την κορυφήν του βουνού, και αντικρύ του βραχώδους και αποτόμου όρους, όπου κείται το μικρόν διαλυμένον μονύδριον.

Αλλά το δυστύχημα επήλθε πλέον. Η «Ευαγγελίστρια» είχε προσαράξη πλαγίως επί της βραχώδους ξηρονήσου. Κατέλαβε δέος τους νησιώτας, οίτινες είχον πεποίθησιν ότι εκ της γνωστής ιδιοτροπίας του πλοιάρχου επήλθε το κακόν. Και δεν είχον άδικον. Διότι ηκούετο ακόμη η βραχνή φωνή του καπετάν-Κωνσταντή εξακολουθούσα συγχρόνως μετά την προσάραξιν: — Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας.

Δύο χωρικοί όρθιοι, πέντε βήματα μακράν του ψητού, της φλάσκας και του σχοίνου, ίσταντο και συνωμίλουν ζωηρώς. Είχαν εύρη την ώραν και τον τόπον να λογομαχήσωσι δι' έν χωράφιον τεσσάρων στρεμμάτων, περί του οποίου εμάχοντο από ετών. Αντικρύ, προς μεσημβρίαν, επί του βραχώδους λόφου, ανάμεσα εις πέντε βράχους, εις τρία μονοπάτια και εις κρημνόν, ευρίσκετο το διαφιλονεικούμενον χωράφιον.

Ακολούθως εισήλθεν εις το ρεύμα αναζητούσα καρκίνους υπό τας ολισθηράς πέτρας. Αλλ' οι καρκίνοι των ρευμάτων είνε πονηρότατα όντα. Ανεγείρων την πέτραν, θολόνεις το ύδωρ, ο δε καρκίνος δεν φεύγει, ως οι καρκίνοι της βραχώδους ακτής, οίτινες εξαφανίζονται αστραπηδόν εις τας σχισμάς των υφάλων, αλλά μένει εκεί υπό τα θολά ύδατα ακίνητος.