Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Μεταβαίνει πάλιν εις τον κοιτώνα, ανοιγοκλείει την θύραν, διαμαρτυρομένης της κυρίας Παρδαλού, ότι θα την κρυώση, και επιστρέφει κρατών το ξυράφιόν του και τα λοιπά απαιτούμενα.
Ο λιμήν ήτο πλήρης πλοίων, η δε λέμβος μας δεμένη διά σχοινιού επί των βράχων επερίμενε κενή του πλοιάρχου την επιστροφήν. Με τους οφθαλμούς επ' αυτής προσηλωμένους εσκεπτόμην τι θα γίνωμεν αν ο πατήρ μου ασθενήση, και ενθυμούμην τον πύργον μας και τον αναπαυτικόν εκεί κοιτώνα του, ότε είδα αίφνης νέον Σπετσιώτην πλησιάζοντα προς ημάς. ― Καλώς ωρίσατε, Χριστιανοί. Από την Χίον έρχεσθε;
Ο Βινίκιος έμεινε γονυπετής πλησίον της κλίνης, εν προσευχή. Η ψυχή του ετήκετο εις απεριόριστον έρωτα. Ελιποθύμησεν. Ο Θεοκλής εισήλθεν επανειλημμένως εις τον κοιτώνα. Πολλάκις ανασηκώνουσα το παραπέτασμα της θύρας, η Ευνίκη επρόβαλλε με την κατάχρυσον κεφαλήν της. Τέλος οι γερανοί, τους οποίους είχον ανεγείρει εις τους κήπους, ήρχισαν να κροτώσιν, αγγέλλοντες την αυγήν.
Η νεαρά γυνή εστάθη επ' ολίγον σύννους, μετά τινα δε λεπτά μετέβη εις τον κοιτώνα της και κατεκλίθη. Η κεφαλή της έκαιε . . . Μετά έν τέταρτον ώρας ηκούσθησαν τα βήματα του συζύγου, όστις εισήλθεν εις τον κοιτώνα. — Τι έχεις, Αρσινόη; ηρώτησεν ανήσυχος. Αιφνίδιος κεφαλόπονος, Άγγελε. Δεν είνε τίποτε. Ο σύζυγος έψαυσε το μέτωπόν της. — Το κεφάλι σου καίει, είπε. Αναπαύσου, θα σου κάμω συντροφιάν.
Ότε την επιούσαν εισήλθεν ο Φλώρος εις τον παπικόν κοιτώνα, εύρε την αυτού Αγιότητα κατάκοιτον επί του τάπητος και υπό φοβερών κατεχομένην σπασμών· μάτην δε ο πτωχός νεανίας εζήτησεν ως άλλος Πυγμαλίων να θερμάνη διά των χειλέων του την οπό του τρόμου απολιθωθείσαν φίλην του.
Μέσ' 'ς τη λάσπη και τη βροχή τρέχα ν' αγοράζης γάντια και να πιάνης αμάξι! Α! δεν θα γείνω κ' εγώ αφέντης καμμιά φορά! Ο Κύριος Παρδαλός εισέρχεται εις τον κοιτώνα τον, και προσπαθεί να ενδυθή. Αλλά τούτο είνε αδύνατον, διότι η εύσωμος σύζυγός του έχει πλήρες το δωμάτιον εσθήτων, μεσοφορίων, μανδηλίων, στηθοδέσμων και πάσης της πολυμόρφου συσκευής του γυναικείου ιματισμού.
Είπε και του παρέδωσε την μαύρην του σκούναν με το άσπρο μπούρδο, την καλοτάξειδη και τυχηρή. Και έπεσεν ο γέρων, πιασμένος, εις τον ήσυχον κοιτώνα του. Αλλά πριν τον ίδη ο γέρων τον υιόν του τον μοναχογυιόν, τον είδεν η εύμορφη Ξενιώ, όταν εγύριζεν ένα βράδυ, πρόσαργα, από το πηγάδι, η κοντούλα η Ξενιώ.
Μόνον περί την μεσημβρίαν ήνοιξε τους οφθαλμούς και περιεσκόπησε τον κοιτώνα με έκπληκτον βλέμμα. Δεν ευρίσκετο λοιπόν εις την οικίαν των Αούλων; — Είσαι συ, Ακτή; είπε τέλος διακρίνουσα εις την σκιάν το πρόσωπον της νέας γυναικός. — Εγώ είμαι, Λίγεια. — Είναι βράδυ τώρα; — Όχι, κόρη μου, απόγευμα. — Ο Ούρσος επέστρεψε;
Εν τω μεταξύ η Πομπονία, οδηγήσασα την Λίγειαν εις τον Κοιτώνα, της έλεγε λόγους, οίτινες αντήχουν παραδόξως εις την οικίαν ταύτην, όπου ο Άουλος Πλαύτιος τακτικώς εις το ιερόν των Λαρήτων δεν έπαυε να προσφέρη θυσίας εις τους εφεστίους θεούς. «Ο καιρός της δοκιμασίας ήλθεν», έλεγεν η Πομπονία.
Ανεχωρήσαμεν σχεδόν τελευταίοι, και, όταν εισήλθομεν εις τον κοιτώνα μας, εσήμαιναν αι πέντε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν