United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο άνθρωπος εκείνος φέρει μαζή του μίαν πενταετή ή εξαετή κόρην, ήτις πρέπει να είνε μικρά... Ο αρχηγός κατέστη σύννους. — Πού είνε ο κατάσκοπός σου, είπε προς τον ιππότην, όστις ανεκάλυψε ταύτα; Επεθύμουν να τον εξετάσω εγώ ο ίδιος. — Το είχα προβλέψει, αρχηγέ, απήντησεν ο ιππότης, και διά τούτο τον έφερα μαζή μου. Διαταγήν μόνον της γενναιότητός σας περιμένει διά να παρουσιασθή.

Όταν μετά την συμφοράν επανείδε τον Πάπον, όστις εφαίνετο τόσον σύννους και σοβαρός, ώστε εφάνη ότι διά της συμφοράς είχε γείνει διά μιας ανήρ, η πτωχή Σειραϊνώ το Κουρτεσάκι, κλαίουσα, όσα δάκρυα της είχαν μείνει από τα ιδικά της παθήματα, η πρώτη λέξις την οποίαν εύρε να του είπη ήτον·Καλά που δεν επήγες μαζί, παιδάκι μου.

Ο Φαναριώτης έμεινε σύννους, είτα είπε: — Πώς τον Δίγαμον;.. Η νύφη είνε παρθένος, κ' έρχεται εις πρώτον γάμον. Τον αρραβώνα θα διαβάσης και το στεφάνωμα. — Δεν ξέρω τι γίνεται στο Φανάρι. Τον Δίγαμον θα διαβάσω, επέμενεν ο ιερεύς. Ο γραμματεύς του Παπά υπεχώρησεν. — Ας είνε. — Διάβασε τον Δίγαμον. Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν και ήρχισεν. Αντήλλαξε τα δακτυλίδια.

Πού λοιπόν εκρύβη η ξένη; Η Αϊμά παρετήρησε γύρω εις όλα τα μέρη τα ύποπτα, εις όλα τα κοιλώματα, όπου ηδύνατο να κρυβή προσκαίρως άνθρωπος. Ούδαμού εύρεν ουδέ ίχνος της ξένης. Παρέτεινε τας ερεύνας της επί πολλήν ώραν. Ουδαμού. Η ξένη είχε γείνει άφαντος. Τότε η Αϊμά ησθάνθη φόβον και επέστρεψε σύννους εις την καλύβην. Εις μάτην εβασάνιζε τον νουν της. Δεν ηδύνατο να λύση το αίνιγμα τούτο.

Μίαν φοράν λοιπόν είχε σταθή κάπου εκεί σύννους από το πρωί, προσηλωμένος εις κάτι, και επειδή το πράγμα δεν επήγαινε, φαίνεται, καλά, δεν παρητείτο, αλλ' εξηκολούθει να μένη εκεί ακίνητος ζητών να εύρη εκείνο που ήθελε. Είχεν έλθει ήδη μεσημβρία και πολλοί είχαν πλέον μυρισθή το πράγμα και εκοινολογείτο από τον ένα εις τον άλλον ότι ο Σωκράτης από την αυγήν εστέκετο εκεί κάτι συλλογιζόμενος.

Διότι τι άλλο θα τη έλεγεν, ειμή όσας είχεν υπονοίας, ότι ο πελάτης εκείνος είχε σκοπούς δι' αυτήν; Είχε τούτο τι το επίψογον; Εσπέραν τινά η Αϊμά, ως συνήθως, ήτο εν τω κήπω. Ο Μάχτος είχε κυριευθή υπό πρωτοφανούς οκνηρίας και δεν ηδύνατο να εργασθή. Είχεν εξέλθει της καλύβης, και στηριχθείς επί του τοίχου έμενε σύννους. Από καιρού εις καιρόν έρριπτε βλέμματα προς τον κήπον.

Να μ' δώσης εμένα τη μια γίδα, την Ψαρή, κη να μει καλ'μάρετε κάτ', να κατηβώ, να τσ' ανεβάσω. — Την Ψαρή, εγώ την έταξα στην Παναγία, απήντησεν ο Στάθης. — Ο Αγκούτσας έδειξεν ότι δεν ενόει. — Την έταξα ασημένια, προσέθηκεν ο Στάθης. Η Ψαρή εμένα μ' χρειάζεται. Ό Αγκούτσας έμεινεν επ' ολίγας στιγμάς σύννους. — Ας είνε, μ' δίνεις, τη Στέρφα . . . Καλή είνε και ή Στέρφα.

Η Μαρούσα επήγε πέραν του μεσοτοίχου, εις το παράθυρον προς τον δρόμον, αργοπόρησεν ολίγον, ίσως διότι είχε σκοτεινιάσει πλέον και δεν διέκρινε καλώς έξω, και επανήλθε. — Δεν έφυγαν . . . εκεί είναι κ' οι τρεις. — Τώρα ένα πράμμα δεν ξέρω, είπε σύννους η Φραγκογιαννού. Δεν ξέρω αν με είδε ο Κυριάκος να μβαίνω εδώ, ή όχι . . . .

Μειδιάματα, φιλοφρονήσεις, γλυκείς λόγους, όλα δι' αυτήν τα είχε. Τώρα όμως έπαυσε και να μειδιά και να ομιλή προς αυτήν. Ενώπιον αυτής ήτο σύννους και κατηφής. Ότε όμως εκείνη ήτο απούσα, αν ευρίσκετό τις όστις να είπη κακόν λόγον εναντίον της, ο Μάχτος θα τον εφόνευε. Παρεμέριζεν ότε εκείνη διέβαινε, χωρίς να τη απευθύνη λόγον.

Η νεαρά γυνή εστάθη επ' ολίγον σύννους, μετά τινα δε λεπτά μετέβη εις τον κοιτώνα της και κατεκλίθη. Η κεφαλή της έκαιε . . . Μετά έν τέταρτον ώρας ηκούσθησαν τα βήματα του συζύγου, όστις εισήλθεν εις τον κοιτώνα. — Τι έχεις, Αρσινόη; ηρώτησεν ανήσυχος. Αιφνίδιος κεφαλόπονος, Άγγελε. Δεν είνε τίποτε. Ο σύζυγος έψαυσε το μέτωπόν της. — Το κεφάλι σου καίει, είπε. Αναπαύσου, θα σου κάμω συντροφιάν.