Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Παρ' τ' αυτά προσέθηκε, και φύλαξ 'τα, . . . είνε του παππού σου. Να μάθης γράμματα . . . να τα διαβάσης μόνος σου. Και η τελευταία της γραίας πνοή εσφράγισε το πρωτοχρονιάτικον σωρόν της. Την επομένην πρωίαν ο Γεώργης έφερεν εις τον κύριόν του τα υποδήματά του, ενώ εσπόγγιζε συνάμα διά της παλάμης του τους ερυθρούς εκ των δακρύων οφθαλμούς αυτού.

Βασιλιά της μεγαλήτερης και της μικρότερης χώρας του κόσμου, αν είχες την υπομονή να διαβάσης το τι κάμαμε, τι είπαμε, και τι είδαμε με το φίλο μας από δω, βέβαιο τόχω πως θα το σφαλνούσες το βιβλίο εκείνο που διαβάζεις, να μας χαρίσης και εμάς για μισήν ώρα ταυτί σου. Και θαρρώ πως Σε βλέπω και το σφαλνάς. Ένα πράμα μόνο να Σε ρωτήξω.

Και πρόστεσε: — Αν όμως πεθάνω μια μέρα, πήγαινε στον κομμό του Σβεν. Απάνω απάνω εκεί θα βρης ένα γράμμα. Μα δεν πρέπει να το διαβάσης προτήτερα. Γιατί ξέρω πως σε λίγο θα πεθάνω κι όταν πεθάνω, θα πεθάνω το ίδιο σαν το Σβεν. Πόσες φορές την άκουσα να μιλή τέτοια λόγια και πόσες φορές δε με κάμανε τα λόγια αυτά νανατριχιάσω ως το κόκκαλο!

Την άλλη φορά, σύντεκνε παπά, την ευχή σου νάχω, μ' εμάλωσες· μούπες πως δεν έκαμα καλά που έπιασα το παιδί και το βάφτισα μονάχη μου, στον αέρα, κ' είπα «στ' όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνέγματος», μα πως έπρεπε να το βαφτίσω σε μια λεκάνη με νερό . . . και μούπες πως το παιδί, σαν απέθανε, δεν έπρεπε να ταφήάγια χώματα, και δεν μπορούσες, η αγιωσύνη σου, νάρθης να το διαβάσης.

Ο Φαναριώτης έμεινε σύννους, είτα είπε: — Πώς τον Δίγαμον;.. Η νύφη είνε παρθένος, κ' έρχεται εις πρώτον γάμον. Τον αρραβώνα θα διαβάσης και το στεφάνωμα. — Δεν ξέρω τι γίνεται στο Φανάρι. Τον Δίγαμον θα διαβάσω, επέμενεν ο ιερεύς. Ο γραμματεύς του Παπά υπεχώρησεν. — Ας είνε. — Διάβασε τον Δίγαμον. Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν και ήρχισεν. Αντήλλαξε τα δακτυλίδια.

ΜΕΛ. Εκείνο που ξέρω είνε ότι προ ημερών είχε πάει στον Πειραιά, όπου τον έστειλε ο πατέρας του να ζητήση, νομίζω, χρήματα που του χρωστούν• και όταν εγύρισε και ήλθε εδώ είχε τα μούτρα κατεβασμένα• όταν δε έτρεξα να τον αγκαλιάσω και να τον φιλήσω, όπως συνειθίζω, μ' έσπρωξε και μου είπε• Πήγαινε να φιλάς τον Ερμότιμον τον ναύκληρον και να διαβάσης τι έχουν γράψη εις τους τοίχους του Κεραμεικού όπου τα ονόματά σας είνε ζευγαρωμένα . Ποιόν Ερμότιμον λες και τι σημαίνουν αυτά; του είπα.

Όποιος το μισοδιαβάση και πη πως δε βρίσκει μερικές αλήθειες μέσα σ' αυτό το παραμυθολόγι, και πως μερικά παραμύθια δεν είναι κι από αληθινές ιστορίες αληθινώτερα, ας έχη το ανάθεμα, αμήν». Πρι διαβάσης τις φυλλάδες μου, Χριστιανέ που με πήρες στα χέρια σου, ίσως θέλεις να ξέρης ποιος είταν ο Γεροδήμος. Ας σου δηγηθώ λοιπό με λίγα λόγια τα πρώτα μου χρόνια, πριν καταπιαστώ τις άλλες φυλλάδες.

Ίσως τις διαβάσης. ΠΡΩΤΟΣ ΠΛΙΚΟΣ «................................................................ Πού είμαι, πού βρίσκουμαι, δεν μπόρεσα ακόμη να το καταλάβω. Τι παράξενο σπίτι που τοίχους δεν έχει! Δεν είναι ξύλο, δεν είναι πέτρα, δεν είναι σίδερο τα ντουβάρια· είναι καμωμένα από καταχνιά και μοιάζουν πιο γερά παρά ξύλο, πέτρα και σίδερο. Πολεμώ να κάμω τρύπα και δεν το κατορθώνω.

Ζήσε, καλέ μου, και συ· μη διαβάζης πάντα βιβλία· προσπάθησε να διαβάσης λιγάκι και μέσα στην καρδιά μας, τι γράφει. Μην κλειδώνεσαι στη βιβλιοθήκη σου ολημερίς. Έβγα όξω, να πάρης την αναπνοή σου. Πες μας τα βάσανα που πονούμε, κουβέντιασε με την ψυχή μας, μην πολεμάς όλο να καταπείσης το νου μας. Ψυχή έχουμε· ο νους σα να μας λείπη ακόμη. Ας κάμουν το ίδιο κ' οι δασκάλοι.

Μάφτανε και μόνο τη μυρωδιά σου να μου φέρνανε. Κρίμας, κρίμας! θάσανε το καλλίτερο γιατρικό για μένα. — Τάφερα να σου τα διαβάσω. Και το ίδιο θα σε γιατρέψουνε. — Να μου τα διαβάσης; είπε συλλογισμένη. Μα πού; Δε σούπα πως δε θέλουνε να σου μιλιώ; Κεπαέ που στέκομε να μάςε δούνε και να το μάθη η μάνα σου, δε θάν' ο στεμός μου στο χωριό...Ναρθής στο σπίτι μας, είπε σε λίγο. Αλλ' ευθύς μετάνιωσε.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν