United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μας έπιασε ο Βασιληάς!» — Ναι, είπε ο Τριστάνος, επήρε το σπαθί μου. Ήτανε μόνος, θα φοβήθηκε, και πήγε να φέρη ενίσχυσι. Θα γυρίση, και θα μας κάψη μπροστά σε όλο το λαό. Ας φεύγουμε!...» Βαδίζοντας ολημερίς, μαζύ με τον Γκορνεβάλη, φεύγουν για την Ουαλλία, μέχρι τα τελευταία όρια του Μορουά. Τι μαρτύρια τους φέρνει αυτή η αγάπη! ...

Όλοι θα έχετε ακουστά πως σαράντα θεριστάδες εκοιμήθηκαν τη νύχτα σαν σαρδέλες σ' ένα στενόν αχυρώνα και την αυγή δεν ήξευραν πώς να ξεχωρίσουν τα πόδια τους. Ένας ήθελε να πάρη του άλλου κ' εφιλονεικούσαν ολημερίς. Ως που ευρέθηκεν ένας βουκόλος και με το χοντροράβδι του έκαμε καθένα να πάρη τα δικά του και να φύγη. Δεν ήταν και τίποτε αυτό.

Μπροστά της βγαίνει ολημερίςτη βρύσιτο κοπάδι Και με χιλιάδες λόγια του και με γλυκά τραγούδια Την ωμορφιά της παίνεσε κ' έδειχνε τον καϊμό του Κι' από τα λόγια τα πολλά κι' από τα γλυκά τραγούδια, Εξεπλανέθη η ανήξερη κ' η άπραγη καρδιά της... Ο Θύμιος στέλνει προξενιά.

Για ιδές θερίστραις, πιστικαίς, ολημερίς γυρνάνε 'Στά ρέμματα, 'ςταίς λαγκαδιαίς, 'ςτούς κάμπους και 'ςτά πλάια Με τον καλό τους 'ςτό πλευρό και με μικρά 'ςτά χέρια. Κ' εγώ, κλεισμένη μοναχή 'ψηλά 'ςτά κορφοβούνια, Τα λερωμένα του σκουτιά 'μπεζέρισα να πλένω.

Μονάχα ο Χρόνος, που περνάει ολημερίς μπροστά του, Έγραψε μέσ' στο μάρμαρο μαζί με τ' όνομά του: »Χαρά στην νια την ώμορφη που η Μοίρα θα της δείξη Το σιδηρόχορτο να βρη, την πόρτ' αυτή ν' ανοίξη. Ν' αγκαλιαστή το μάρμαρο, σιμά του ν' αγρυπνήση Σαράντα δυο μερόνυχτα, γλυκά να το ξυπνήσηΕίνε παλάτι ερημικό κι' απόκλειστο η καρδιά μου, Μαρμαρωμένον βασιλιά βαστάει τον Έρωτά μου.

«Γιαυτό θέλω κι εγώ να τον πλατύνω, και μη άλλο τι πασχίζω ολημερίς;— Στο μεγαλείο του τόπου μας το πίνω!» — «Βασιλιά μας, χιλιόχρονος να ζηςΚαι τα ποτήρια υψώθηκαν· εσβήσαν σιγά στη σάλα οι κρυσταλένιοι αχοί. Μα οι φωνές πάλι κάτωθε βουίσαν: «Ο βασιλιάς, ο αφέντης μας να βγη

Θα κωλοσυρθή τότες το παλικάρι στο σπίτι του, θα βρίση αντίς να καλησπερίση, θα ξεράση αντίς να φάη, και θαποκοιμηθή αντίς να συλλογιστή πως τέτοια χέρια που τάφτειαξε η φύσις για να πιάνουν τουφέκι, κι αλυσίδες να σπάνουν, είναι κρίμα, μεγάλο κρίμα να δουλεύουν ολημερίς για κομμάτι μαύρο ψωμί και για μερικά ποτήρια φαρμάκι. Μη μου λες πως τα μεγαλώνω.

Πήγαινε λοιπόν κάθε βράδυ σ' ενός πατριώτη, που δουλειά του είτανε να βυζάνη τους δικούς του με μια βρώμικη τράπουλα, μάλιστα τους νιοφερμένους. Κ' έτσι ο Τραμουντάνας ζωή σπιτικιά δεν πολύβλεπε, και δεν κακοπερνούσε με τη γριά του. Δούλευε ως τόσο ολημερίς. Δουλειά και δουλειά! Πότε δέματα ξεφόρτωνε, πότε γλυκά και πωρικά πουλούσε.

Εγύριζα ολημερίς στο ακρογιάλι, εβούταγα με ηδονικήν ανατριχίλα στο νερό, αχόρταγα ερουφούσα την αρμυρή μυρουδιά, εκυλιόμουν μακάριος στα φύκια σαν μεταξοπούπουλα· εκυνήγουν αχινούς και καβούρια. Συχνά εκατέβαινα στο λιμάνι και δειλά επλησίαζα τις συντροφιές των ναυτικών ν' ακούσω κουβέντα για τ' άρμενα, για ταξείδια, για τρικυμίες και ναυάγια. Εκείνοι όμως δεν εγύριζαν καθόλου να με ειδούν.

Ζήσε, καλέ μου, και συ· μη διαβάζης πάντα βιβλία· προσπάθησε να διαβάσης λιγάκι και μέσα στην καρδιά μας, τι γράφει. Μην κλειδώνεσαι στη βιβλιοθήκη σου ολημερίς. Έβγα όξω, να πάρης την αναπνοή σου. Πες μας τα βάσανα που πονούμε, κουβέντιασε με την ψυχή μας, μην πολεμάς όλο να καταπείσης το νου μας. Ψυχή έχουμε· ο νους σα να μας λείπη ακόμη. Ας κάμουν το ίδιο κ' οι δασκάλοι.