United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


το μέγα δώμα το υψηλόν έτσι εσυντρώγαν όλοι, 15 οι γείτονες κ' οι συγγενείς του ενδόξου Μενελάου, τερπόμενοι, και ανάμεσα κιθάριζεν ο θείος ο αοιδός, και ως άρχιζεν εκείνος το τραγούδι, δυο χορευταίςτην μέση τους πηδούσαν κ' εγυρίζαν.

Να το ήξερες, καϋμένη μάνα και ν' άναβες ένα κερί στον Αϊνικόλα! εσκέφθηκα. Τρέχω να εύρω τον δρόμο του αστραπόβολου, γυρίζω στα κατάστρωμα, πασπατεύω εδώ, ψαχουλεύω εκεί· τίποτα δεν βλέπω. Οι ναύτες ολόγυρά μου με τα χάλκινα σκεύη νεκρά τόρα στα χέρια τους, πανιασμένοι εγύριζαν αρκουδίζοντας, έπιαναν τα σανίδια, εψηλαφούσαν τις κουπαστές με αγωνία θανάσιμη.

Επειδή εγειτνίαζαν τα κτήματά των, είχαν συχνάς διενέξεις και έριδας και μίαν φοράν ο Σαϊτονικολής κατεδικάσθη εις πολύμηνον φυλάκισιν, διότι τον έδειρεν. Αλλά τον έκαμε και τον εγύριζαν με το σεντόνι, έλεγεν η Ρηγινιώ. Ενώ δε αυτή επιχαίρουσα παρετήρει την κηδείαν του εχθρού, οι δυο νέοι ιστάμενοι εκατέρωθεν αυτής αντήλλασσαν λαθραία βλέμματα.

Οι καλεσμένοιτο νησί ολόκληρογέροντες, παιδιά, γυναίκες και γριές γιορτινοντυμένοι εγύριζαν ανάμεσα στα σκαριά, επηδούσαν μέσα τα παιδιά, τα εψηλαφούσαν οι άντρες, τα εκαμάρωναν, τους εμιλούσαν πολλές φορές· έλεγαν την αξία τους, εχτιμούσαν τη γοργάδα τους, εσυμβούλευαν οι απόμαχοι τον πρωτομάστορα για το καθετί, εμετρούσαν τη χωρητικότητά τους, ελογάριαζαν τα κέρδη τους.

Ο άλλος λόγος, 'πού μ' εμπόδιζε ν' ανοίξω μιαν κρίσιν δημοσίαν, ήταν η μεγάλη αγάπη, 'πού ο κοινός λαόςεκείνον έχει, ώστε τα πταίσματά του χρωματίζ' εις τρόπον, οπού, καθώς το ξύλο η βρύση αλλάζ' εις πέτραν, ήθελε μετατρέψ' εις χάρες τα δεσμά του , καιτην ορμήν του τόσου άνεμου τα ελαφρά μου ακόντια θα 'σαν λυγιστά και θα εγυρίζαντο τόξο μου χωρίς να φθάσουντο σημάδι.

Και όταν πάλι το φθινόπωρο έβγαιναν όλοι στο ακρωτήρι να χαιρετήσουν την επιστροφή τους, εγώ με πικρή περιέργεια έτρεχα να μετρήσω πόσοι εγύριζαν παράλυτοι, κουρέλια πλέον άχρηστα της ζωής και πόσοι απόμειναν στο Ασπρονήσι των αράπηδων βρώσι και μπαίγνιο. Μια χρονιά όμως λίγο έλειψε να τους ακολουθήσω κ' εγώ.

Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνη την άγκυρα, να βγαίνη από τον λιμένα και ν' αρμενίζη στ' ανοιχτά· όταν άκουα τις παρακινητικές φωνές των ναυτών που εγύριζαν τον αργάτη και τα κατευοδώματα των γυναικών, η ψυχή μου επέτα μελαγχολικό πουλάκι απάνω του.

Στο δρόμο, μόλις έφθασα στου Λύκωνα το σπίτι, μαζί με τον Ευδάμνιππο είδα το Δέλφι εμπρός μου· ξανθότερ' από ελίχρυσο είχαν κ' οι δυο τα γένεια κ' εγυάλιζαν τα στήθια των πειότερ' απ' τη Σελήνη, δείχνοντας πως εγύριζαν μόλις απ' την παλαίστρα. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Μα και προτήτερα ποτέ δεν τις προσπερνούσανε χωρίς να τις νοιαστούνε, παρά πάντα, κι όταν έβγαιναν στη βοσκή, καθόντανε σιμά τους, κι όταν εγύριζαν τις προσκυνούσανε· κι όλο κάτι τους επήγαιναν ή λουλούδι ή πωρικό ή κλαρί χλωρό ή έχυναν γάλα· γι' αυτά όμως επληρώθηκαν από τις θέαινες αργότερα.

Αυτή η είδησις έγινε εις όλον τον κόσμον και εις ολίγον καιρόν εφάνηκαν εις αυτό το νησί να έλθουν άρρωστοι πολύ πλήθος, οι οποίοι διά την φήμην της βασίλισσας ήρχονταν να ζητήσουν θεραπεία εις τες αρρώστειες των, και όλοι εγύριζαν ευχαριστημένοι.