United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μολαταύτακαι δεν βγάνω έξω παρά μοναχά σένα, καθώς πρέπει, Βασιληά Μάρκεαν κανείς από τους βαρώνους σου θέλει ν' αποδείξη με μονομαχία ότι αυτός ο φόρος είναι άδικος, θα δεχθώ την πρόκλησί του. Ποιος από σας, Άρχοντες της Κορνουάλλης, θέλει να πολεμήση, για να μη πληρώση ο τόπος σας το φόροΟι βαρώνοι κύτταζαν λαθραία ο ένας τον άλλο, και χαμήλωναν τα κεφάλια.

Τότε ο Δημοσθένης είδεν ότι δεν έπρεπε να χάνη καιρόν· πείσας τον Νικίαν να παραδεχθή το σχέδιόν του επεχείρησε να επιτεθή κατά των Επιπολών. Και ενόσω μεν ήτο ημέρα του εφαίνετο αδύνατος η λαθραία ανάβασις.

Ο υπενωμοτάρχης φρενιασμένος, κατάχλωμος, είπε θυμωμένα: — Το σταυρό σου και συ! μουστόγρια. Τι είνε, τι είνε;. Ο γιόκας σου είνε, που με παιδεύει δυο μήνες. Τι είνε, τι είνε; Ο γιόκας σου που γέμισε τον κόσμο από λαθραία. Τι είνε, τι είνε; καμόνεσαι πως δε ξέρεις τίποτε. — Και πού ξέρω εγώ η κακομοίρα!.... Μπα! μου κόπηκε το αίμα μου!.....

Από τον ανοικτόν της στέγης φεγγίτην ήλθεν έξω η γάτα του δωματίου, και από την υδρορρόην της στέγης την επέρασε πέρα πέρα όλη και ήλθε εδώ κοντά της η γάτα της κουζίνας. — Ξέρεις νέα εις τον Μύλονηρώτησεν η γάτα του δωματίου «εδώ είναι λαθραία αρραβωνιάσματα 'στο σπίτι.

Δι' αυτόν άλλως αι γυναίκες εκείναι δεν ήσαν όπως αι άλλαι, διότι ήσαν τούρκισσες. Αλλά και τα λαθραία βλέμματα τα οποία έρριπτε προς τας ομοθρήσκους του γυναίκας δεν ήσαν ολιγώτερον φλογερά και αχόρταγα. Και μία χήρα ώριμος, ήτις εδέχθη κατάστηθα ένα τοιούτον πιστολισμόν, ανετινάχθη: — Πώς ξανοίγει! φωτιές βγάνουνε τα μάτια του!

Ο τελωνοφύλαξ βέβαιος πλέον ότι θα συλλάβη τα λαθραία, εισέδυ υπό τινα σκιερόν του βράχου θάμνον και παρεφύλαττε την τελευταίαν ταύτην λέμβον, ήτις ήτο και μεγαλειτέρα. — Αν δεν ήσαν λαθραία, είπε μετά πεποιθήσεως, θα πήγαινετη σκάλα. Διότι πραγματικώς η λέμβος προσήγγισεν εις το απώτερον του ορμίσκου μέρος, όπερ περιφρασσόμενον υπό τίνων σχοίνων, ήτο σκοτεινόν και απρόσιτον.

Αλλά δεν ετόλμα να ερωτήση. Διέβαινε μόνον προ του καφενείου, του οποίου την εργασίαν είχεν αναλάβη ο Αστρονόμος, και έρριπτε λαθραία βλέμματα μέσα. Την ημέραν εκείνην θα την είδεν ο Νικολάκης να περάση πλέον ή δεκάκις· και έλεγε: — Μωρέ σα μυγιασμένη κάνει σήμερο η Αλογόμυγια. Είντα διάολο 'χει: Παρακούζουλή 'τονε πάντα τση, μα 'δα καμπόσο καιρό θαρρώ πως τσ' ήστρηψε ολότελα η βίδα.