United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανετινάχθη φρίσσουσα, εξύπνησε, και διετύπωσε προς εαυτήν, ως εις παραμίλημα πυρετού, μίαν αλλόκοτον ερώτησιν. «Τάχα το αίμα το πνιγμένο φωνάζει, όπως και το αίμα που χύθηκε

O Μανώλης εξέτεινε την χερούκλαν του εις το καλάθι, αλλ' ενώ έκλινε προς την κόρην και ήλθε το πρόσωπόν του εγγύτατα εις την παρειάν της, μέθη ως εκείνη του οίνου τον κατέλαβε διά μιας και παρ' ολίγον η χερούκλα να αλλάξη διεύθυνσιν. Η Πηγή ανετινάχθη ελαφρά προς τα οπίσω, αισθανθείσα φλογεράν, ως λαύραν ηφαιστείου, την πνοήν του εις το πρόσωπόν της.

Προς την εξαφνικήν τούτων θέαν ο καπετάν-Θοδωρής ανετινάχθη ως να εξήλθον φλόγες εκ του δοχείου και προσέβαλον αυτού το πρόσωπον. Ωσαύτως και αι γυναίκες υπεχώρησαν, αναφωνήσασαι θαυμασμού κ' εκπλήξεως αναφωνήματα, τεθαμβωμέναι εκ της λάμψεως του χρυσίου. Και ως εξ ορμεμφύτου τινός κινήσεως ομοίως προσέβλεψαν πάσαι κύκλω τα βουνά και την ερημίαν.

Η Πηγή εφάνη σκεπτομένη· έπειτα δε με μικρόν δισταγμόν είπε: — Να του μιλήσω κεγώ; Ντρέπομαι, μα θα του το πω ... Ο Μανώλης ανετινάχθη, με λαμποκόπημα χαράς εις τα μάτια. — Ναι, να του πης πως δε μας εγνοιάζει μας κιάν δεν είνε τελειωμένο το σπίτι ... Η Πηγή τον προσέβλεψεν απορούσα. — Ώστε να τελειώση το σπίτι, ας κατοικήσωμε στον οντά μας, εξηκολούθησεν ο Μανώλης.

Αλλ' ενώ έλεγε ταύτα εσταμάτησεν αιφνιδίως, αφήκε την κεφαλήν του να καταπέση και εφάνη ως να ήθελε ν' ακούση ένα κρότον τον οποίον δεν ηδυνάμην εγώ ν' ακούσω. Είτα ανετινάχθη, παρετήρησε δεξιά και αριστερά και εψιθύρισε τους στίχους του Επισκόπου του Τσιστέστερ: «Εκεί κάτω θα με περιμένης! Θα σπεύσω να σε ανεύρω εις την βαθείαν αυτήν κοιλάδα».

Και διακόπτων την διήγησίν του λέγει: — Αν είναι, θαρθή απόψε, παπά-Κονόμε. Ο ιερεύς ανετινάχθη επάνω. Ο βοσκός εξηκολούθησεν: — Δεν της έκαμες σήμερα τα σαράντα; Ε, αν είναι, απόψε θαρθή. Εφάνηκε τη βραδειά που απέθανε, στα τρίμερα και στα νηάμερα· καθώς σου είπα, θα φανή και στα σαράντα. Δεν είναι δυνατόν. Ο αγρότης περίεργος υπελόγιζε τας ημέρας και ανέμενε την νέαν οπτασίαν.

Μάνα, δεν θα φέρης τα ρουχάκια του, να ταλλάξουμε; . . . Πού είν' η Αμέρσα; Η Φραγκογιαννού δεν απήντησε. — Πού είναι η Αμέρσα, μάνα; επανέλαβε, ψαύσασα τον αγκώνα της μητρός της η Δελχαρώ. Η Φραγκογιαννού ανετινάχθη ως να την έθιξεν άκανθα ή κέντρον νάρκης. — Η Αμέρσα, πού είναι; στο σπίτι μας!. . απήντησε.

Έξωθεν της θύρας των ηκούετο ωσάν μούγκρισμα·Μπ! μου! βου! μου! μπου! μου! Ο Φάλκος ανετινάχθη. Η Μαχώ εξαφνίσθη εις τον ελαφρόν ύπνον της. — Παναγία μου! τι είναι; Εις την επιφώνησιν της Μαχώς, απήντησε καγχασμός, όστις όμως ουδόλως καθησύχασε την γυναίκα. Πολλά φαντάσματα της νυκτός, καθώς και οι νεράιδες την ημέραν, είχον ακουσθή κατά καιρούς υπό πολλών να γελούν θορυβωδώς.

Δι' αυτόν άλλως αι γυναίκες εκείναι δεν ήσαν όπως αι άλλαι, διότι ήσαν τούρκισσες. Αλλά και τα λαθραία βλέμματα τα οποία έρριπτε προς τας ομοθρήσκους του γυναίκας δεν ήσαν ολιγώτερον φλογερά και αχόρταγα. Και μία χήρα ώριμος, ήτις εδέχθη κατάστηθα ένα τοιούτον πιστολισμόν, ανετινάχθη: — Πώς ξανοίγει! φωτιές βγάνουνε τα μάτια του!

Εις την σκέψιν της ανέβη, τι είχε διηγηθή ο Ρούντυ περί του θανάτου της μητρός του, τι περί της σωτηρίας του, όταν πτώμα τον είχαν ανασύρει έξω από την χαράδραν του Παγώνος. &«Η Νεράιδα του Πάγου τον επανέκτησε πάλιν».& Αστραπή έλαμψε, που με την λάμψιν της ετύφλωνε, όπως η λάμψις του ηλίου επάνω εις το λευκό χιόνι. Η Μπαμπέττα ανετινάχθη.