United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από των λόφων, επί των οποίων είχεν οικοδομηθή η πόλις, αι φλόγες, ως κύματα θαλάσσης, διεσπείροντο ανά τα κοιλώματα, όπου ήσαν πολυάριθμοι αι πολυώροφοι οικίαι, τα εμπορεία και εργαστήρια, τα παραπήγματα, τα αμφιθέατρα, τα οθονοπωλεία, ξυλοπωλεία, ελαιοπωλεία, σιτεμπορεία, καρυοπωλεία και οινοπωλεία. Η πυρκαϊά, αφθόνως τρεφομένη δι' ευφλέκτων υλικών, προέβαινε τώρα διά σειράς εκρήξεων.

Όλο το κορμάκι του έκαιγε σαν το καμίνι, το κούτελό του ήτανε σαν πέτρα πυρωμένη απ' τον ήλιο του Θεριστή και τα μεγάλα του ξανθά μαλλιά μοιάζανε σαν φλόγες, που καίγανε αλύπητα τωραίο του κεφάλι. Δίπλα του η Μαρία τον παράστεκε βουβή και πικραμένη.

Ο ήλιος φλογερός· λιοβόρι πυρωμένο σκορπούσε χρυσά, φωτεινά, θαμπωτικά κύματα, φλόγες κατάχρυσες, ο ίδρωτας στεφάνονε τα μέτωπα των δουλευτών η ευτυχία χαμογελούσε στα σπιτάκια και στα καλύβια. Καθόμαστε με το νοικοκύρη του λινού από κάτω από μια θεόρατη βελανιδιά.

Αφτά σαν είπε, πρόσταξε τους παραγιούς να στήσουν λεβέτι απάνου απ' τη φωτιά μεγάλο, για να πλύνουν γλήγορα εκεί οχ το λείψανο το αίμας το πηγμένο. 345 Κι' οι νιοι λεβέτι τρίποδο παν στη φωτιά και σταίνουν, μέσα του χύνουνε νερό, καιν από κάτου σκίζες· και την κοιλιά του λεβετιού χαϊδέβοντας οι φλόγες ζέσταιναν μέσα το νερό, και πια σαν πήρε βράση πλαίνουν και τρίβουν το νεκρό με λάδι, και στο στρώμα 350 τον παν και τον σκεπάζουνε από κεφάλι ως πόδια 352 μ' ώριο σεντόνι αραχνερό κι' αφρόθωρη αντρομίδα.

Δε θα ’ταν βέβαια του γλυκού νερού ο τεχνίτης που τέτοια σκάλιξε δουλειά σ’ αυτήν επάνω: τον Τυφώνα που βγάζει από το στόμα φλόγες με καπνό μαύρο, της φωτιάς το στριφτό αδέρφι° και γύρου μ’ αρμαθιές είναι στρωμένο φείδια της κοιλοτούμπανής του ασπίδας το στεφάνι.

Μον έλα τώρα σήκω! μήπως τις φλόγες δεις και καιν σε λίγο την πατρίδαΤότες ο θεοκάμωτος απολογιέται Πάρης «Έχτορα, σα με μάλωσες όχι άδικα, μον δίκια, για αφτά θενά σ' το ξηγηθώ· Μον άκου με και κρίνε. Εγώ όχι τόσο από θυμό ή φταίξιμο των Τρώων 335 κλείστηκα εδώ, μον ήθελα τη λύπη να χορτάσω.

Η δική μου η αγάπη αγκύλια δεν ξέρει· ξέρει μονάχα το βαθιόκοβο το μαχαίρι που σιγοχώνεις στα σπλάγχνα μου μέσα. Πες μου, Αρετούλα μου, φως μου, γιατί αρνιέσαι να μ' αγαπήσης; τι λαχταρεί η καρδούλα σου και δεν τόχω, ψυχή μου; Αν είνε αγάπη λεβέντικη, πρόσταξε με να περπατήξω στις φλόγες, σε γκρεμνούς να τρέξω να πέσω, φείδια να πάω και ν' αγκαλιάσω, στην πίσσα μέσα να βράσω. Αρετ.

Μα βόηθα, κι' έλα γλήγορα χύνε φωτιές και φλόγεςΕίπε, κι' ο Ήφαιστος φωτιά θεόσταλη ακοντίζει, 342 κι' ανάβει ο κάμπος, τα φυτά απ' άκρη ως άκρη πιάνουν. Καίγουνταν κύπερα φτελιές και βούρλα και τριφύλλια, 350 και καίγουνταν μυρχιές κι' ιτιές· κι' όλος ο κάμπος γύρω 351 345 ξεράθηκε, και σταματάει τ' αφροντυμένο κύμα.

Αλλά θύμωσε ο Π. Βασιλικός που ο Ραμάς είπε τη γνώμη του ευσυνείδητα, και ξεσπάθωσε και χτύπησε δεξιά, και χτύπησε ζερβιά, και άφρισε, έβγαλε φλόγες από το στόμα του, πυροβόλησε στον αέραγια να υποστηρίξει κάποιον Μαρξ, όπως θάκανε κανένας κομματάρχης για το Μερκούρη. Μας ερμηνεύει λοιπόν αυτό το τι θα πει ε ξ έ λ ι ξ η και π ρ ό ο δ ο.

Η ΜΑΝΝΑ. Μη φλόγες κοκκινίζαν τα ρογόβυζά μου 'δώ, παιδί μου, και λάβα μη σε πότισα, κάρβουνο την καρδιά σου λες να κάνω; Γύρισε λίγο να σε ιδώ, Μίλα, παιδί μου, κι' από την πίκρα μου θε να πεθάνω. Κρατάτε με κι' απόστασα. . . Χριστέ μου, στην Καπερναούμ μια μέρα Ζητήσανε να σου μιλήσουμε τ' αδέρφια σου και η μητέρα.