Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Ο παππά Κύριλλος εκάθησε σ' ένα σκαμνί κοντά στον νοικοκύρη, είπε να του φέρουν καφέ και άρχησαν μαζή την κουβέντα. Σε λιγάκι ήλθε κ' εκάθησε κοντά τους ο παππά Φίλιππος, νέος άνθρωπος, ξανθός, με ήμερο, ασθενικό πρόσωπο και μάτια που έδειχναν πολλή εξυπνάδα. — Υποφερμό δεν έχει αυτός ο άνθρωπος, έλεγεν ο παππά Κύριλλος.

Ο ήλιος φλογερός· λιοβόρι πυρωμένο σκορπούσε χρυσά, φωτεινά, θαμπωτικά κύματα, φλόγες κατάχρυσες, ο ίδρωτας στεφάνονε τα μέτωπα των δουλευτών η ευτυχία χαμογελούσε στα σπιτάκια και στα καλύβια. Καθόμαστε με το νοικοκύρη του λινού από κάτω από μια θεόρατη βελανιδιά.

Ό,τι και νάναι, το σπιτικό θέλει πάντα νάχη άνθρωπο με το νου στο κεφάλι αποπάνω του, να ξέρη τη λάτρα του νοικοκύρη. . . Και «χά ! χά ! χά ! -χά !», ξεκαρδιζότανε στα γέλοια εκεί που θυμόταν το τι είχαν πη για τη Λιόλια πως θα την έπαιρνε λέει γυναίκα του, ο Κυρ Νίκος ! Σου λεν οστόσο κάτι πράματα!-σε καλό τους !. . . Του Κυρ Νίκου-να περάση δα πρώτα λίγος καιρός, να ξεχαστούν οι πίκρες !-τούπρεπε κορίτσι με μόρφωση, να την έχη σύντροφο, για καμμιά συμβουλή, για ό,τι λάχη, να μη ντρέπεται να την πάη και πουθενά, να ξέρη να του αναστήση τα παιδάκια του.

Καθίσαμε όλοι σταυροπόδι γύρα στη στια, που έκαιγε σαν καρμοκάνι, περιμένοντας να ετοιμαστή το γιώμα, ενώ είταν ξαπλωμένος μπροστά μας ο γάτος ο Λειάρος, όλως διόλου αναίστητος και ξένος προς το πανηγύρι του σπιτιού, και πίσω μας κάθονταν στα πισινά του ποδάρια ο σκύλλος, ο Κοράκης, προσέχοντας στες ομιλίες μας, σαν πως προσέχουν στο Βαγγέλιο, βλέποντας μας, κατάματα, όσους δεν του είχαν γυρισμένες τες πλάτες, και πλειότερο εμένα, τον νοικοκύρη, και τόσο πολύ προσείχε τ' αυτί του, και τόσο πολύ κάρφονε τα μάτια του απάνω μου, που μ' έκανε να πιστέψω, ότι θ' ανακατώνονταν στες ομιλίες μας, μιλώντας με ανθρώπινη γλώσσα!

Είπε, κι' εφτύς να παραβγούν σηκώνουνται αλογάδες. Αρχύτερα ολωνών πολύ ο Έβμηλος σηκώθη, τ' Αδμήτου ο γιος, που πρώτεβε σ' αλογοσύνης τέχνη. Κατόπι του Τυδέα ο γιος σηκώθηκε, ο Διομήδης, 290 κι' άτια διο ζέβει Τρωϊκά, που τάχε απ' τον Αινεία άλλοτε αρπάξει, μα έσωσε το νοικοκύρη ο Φοίβος.

Δεν ένοιωθε συγκίνηση, αλλά εκείνο το γλυκό, απροσδιόριστο παράπονο, που φαινόταν ν’ ανεβαίνει από την ηρεμία του πρασινωπού νερού, τον τραβούσε σαν δέλεαρ. Μπήκε, σήκωσε το βλέμμα και αμέσως κατάλαβε ότι το κτηματάκι ήταν κακοκαλλιεργημένο. Έμοιαζε με τόπο που δεν έχει νοικοκύρη: τα δέντρα ήταν κιόλας γυμνά από καρπούς κι εδώ κι εκεί κρεμόταν κανένα σπασμένο κλαδί.

Κι' οι Τρώες, όπως στέκουνται σε νοικοκύρη μάντρα, για ν' αρμεχτούν το γάλα τους, χιλιάδες προβατίνες, π' ακούν το κλάμα των αρνιών κι' ατέλιωτα βελάζουν, 435 τέτιος στον κάμπο ακούγουνταν κι' ο λαλητός των Τρώων. Τι ίδια δεν είχαν τη λαλιά, μήτ' όλοι μια τη γλώσσα, Μον πλήθος γλώσσες σα στρατός από πολλές πατρίδες.

Τότες τ' απάντησε ο βαθύς γιος του Λαέρτη κι' είπε «Νέστορα, του Νηλέα γιε, των Αχαιών αθέρα, 555 θεός αν θέλει, ναι έφκολα και πιο όμορφα από δάφτα χαρίζει αλόγατα, επειδής πολύ είναι ανότεροί μας. Μα τ' άτια, γέρο, που ρωτάς, αφτά 'ναι νιοφερμένα πέρα οχ τη Θράκη· κι' έσφαξε ο θαρρετός Διομήδης το νοικοκύρη μ' άλλους του ως δώδεκα νομάτους, 560 που δίπλα εκεί κοιμόντουσαν, καπεταναίους όλους.

Εκεί με την άδεια του Βασιλικού νοικοκύρη, εκεί ας περάσουμε τη νυχτιά μουσαφίρηδες. Το πρωί σεριανίζουμε και στην άλλη τη χώρα. Εδώ στην Αθήνα, — καθώς κάμαμε και στην Πόλη, — τα χτίρια, τα μνημεία, τα σπίτια και τα παλάτια, τα χαραχτηριστικά τους και τους ρυθμούς τους, τις ομορφιές τους και τις ασκημιές, όλ' αυτά, ταφίνουμε σε μυλόρδους να τα ψιλολογούν και να τα ιστορούν.

Σύγλυνα; ξεφώνησε με τρομάρα ο Σιφογιάννης. — Γιάειντα; Φοβάσαι να μη μας έρθη κιανείς Τούρκος μουσαφίρης; Θε μου, βλέπε μας! — Εγώ χοιρινό δεν μπορώ μπλειο να τρώω. — Γιάειντα; — Γιατί 'μαι Τούρκος. Η γυναίκα τον παρατήρησε με απορία. Τρελλάθηκε ή χωράτευε; — Τούρκος; Είντα λόγια 'ν' αυτά, νοικοκύρη μου; Αποφάσισε και της διηγήθηκε πως στο δρόμο τον τούρκεψε ο Μόχογλους. Η Σιφογιάννενα έμεινε.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν