United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού είδε πως ο Άδμητος είχε νεκρόν στο σπίτι, αυτός εν τούτοις τόλμησε ναρθή να καταλύση. Έπειτα δεν τον έφθασαν εκείνα που του πήγα να φάη, αλλ' εζήτησε και άλλα να του φέρω. Επήρε εις το χέρι του το ξύλινο ποτήρι και ήρχισε μαύρο κρασί να πίνη ως που η φλόγα επότισε το σώμα του και τώκαμε καμίνι. Τότε με μύρτα εστόλισεν αμέσως το κεφάλι και ήρχισε να τραγουδή σαν σκύλλος που ουρλιάζει.

Διότι ποίος δύναται να σε μεταπείση ν' αποβάλλης αυτάς τας έξεις; Τούτο είνε τόσον δύσκολον όσον να ξεσυνειθίση ο σκύλλος ο οποίος έμαθε να τρώγη δέρματα. Ευκολώτερον είνε να συνειθίσης το άλλο, δηλαδή να παύσης να αγοράζης βιβλία.

Κύριε Άνθρωπε! θα καταδεχθής τάχα να εξηγήσης εις έν αμαθές και ανόητον πτηνόν τι παριστάνει η θαυμασία αυτή εικών; Ο Άνθρωπος εστράφη εις την φωνήν μου, με παρετήρησε περιφρονητικώς και δεν απήντησε. Τότε ο Σκύλλος απήντησεν αντ' αυτού: — Ματαίως περιμένεις απάντησιν· αυτός μόνον εις εμέ ομιλεί, και όμως εγώ δεν του απήντησα ποτέ. Βλέπεις ότι με έχει δεμένον;

Βλέπεις τα άχυρα εκείνα; σημαίνουν ότι γεννάται είς άνθρωπος. Βλέπεις και εκείνο το άστρον; σημαίνει ότι αναγεννάται είς θεός. Και ο Σκύλλος με απεχαιρέτισε. Κατόπιν κινεί την άλυσιν διά του λαιμού του μετά πείσματος και διευθύνεται προς την θύραν, σύρων όπισθεν τον άνθρωπόν του. Λέγει τότε το Φάσμα: — Ιδέ ο Σκύλλος!. . . Ιδέ ο Άνθρωπος!

ΑΜΛΕΤΟΣ Κύριε, θα μ' ακούσης· διατί να φέρνεσαι μ' εμέαυτόν τον τρόπον; πάντοτ' εγώ σ' έχω αγαπήση· αλλά δεν βλάπτει· και ο Ηρακλής αν προσμαχή να το εμποδίζη, θα νιαουρίζ' η γάτα, ο σκύλλος θα γαυγίζη. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Οράτιε μου, αν μ' αγαπάς, συνόδευσέ τον. Αίθουσα εις το ΚΑΣΤΕΛΙ Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ και ΟΡΑΤΙΟΣ

Μούκοψε το καλάμι ετούτο μου το δάχτυλο και μου πονάει ακόμα. ΜΕΝΑΛΚΑΣ Ποιος θα μας κρίνη τώρα 'δώ και ποιος θα μας ακούση; ΔΑΦΝΙΣ Εκείνο το γιδοβοσκόπου ο σκύλλος του γαυγύζει απόκοντα στα γίδια τουας κράξωμε για νάρθη. Και τα κοπέλια εκράξανε κι αυτός ήρθε ν' ακούση. Κ' έβαλαν κλήρο κ' έλαχε κι άρχισεν ο Μενάλκας κι ο Δάφνις αποκρίνονταν μ' αγροτικό τραγούδι και τραγουδούσε δεύτερος.

Καθίσαμε όλοι σταυροπόδι γύρα στη στια, που έκαιγε σαν καρμοκάνι, περιμένοντας να ετοιμαστή το γιώμα, ενώ είταν ξαπλωμένος μπροστά μας ο γάτος ο Λειάρος, όλως διόλου αναίστητος και ξένος προς το πανηγύρι του σπιτιού, και πίσω μας κάθονταν στα πισινά του ποδάρια ο σκύλλος, ο Κοράκης, προσέχοντας στες ομιλίες μας, σαν πως προσέχουν στο Βαγγέλιο, βλέποντας μας, κατάματα, όσους δεν του είχαν γυρισμένες τες πλάτες, και πλειότερο εμένα, τον νοικοκύρη, και τόσο πολύ προσείχε τ' αυτί του, και τόσο πολύ κάρφονε τα μάτια του απάνω μου, που μ' έκανε να πιστέψω, ότι θ' ανακατώνονταν στες ομιλίες μας, μιλώντας με ανθρώπινη γλώσσα!

Βλέπεις, αγαπητέ πετεινέ, ότι μ' εδίδαξες και κάνω και εγώ τώρα καλάς παρομοιώσεις; Τέλος πάντων τοιαύτη είνε η βασιλεία• αλλά δεν μου λες τώρα, όταν ήσουν άλογο ή σκύλλος, ψάρι ή βάτραχος, πώς σου εφαίνετο εκείνη η ζωή; ΠΕΤ. Μου κάνεις ερώτησιν η οποία απαιτεί μακράν απάντησιν και δεν έχομεν καιρόν.

ΜΕΝΑΛΚΑΣ Λύκε, μακρυά απ' τα γίδια μου κι απ' τις γιδομαννάδες· είμαι μικρός κι ανήξερος, μη θέλης το κακό μου. Ασπρόσυρε σκύλλε μου, γιατί τόσο βαθυά κοιμάσαι; όταν κοπέλι είνε βοσκός, άγρυπνος μένει ο σκύλλος. Και σεις, καλά μου πρόβατα, χλόη απαλή χορτάστε· μη την φιλαργυρεύεστε, θε να φυτρώση πάλι. Εμπρός! βόσκετε, βόσκετε, γεμίστε τα μαστάρια, ταρνάκια να χορτάσουνε κ' εγώ τυρί να πήξω.

«Στο έμπα μου, έτρεξε πρώτος-πρώτος ο γέρικος σκύλλος του σπιτιού μου, ο Κοράκης, και ρίχτηκε, με τα μπροστινά του τα ποδάρια, απάνω στη σέλλα τ' αλόγου μου και με κάτι κουνήματα του κεφαλιού του, και με κάτι φωνές, που έβγαζε από το στόμα του, ήθελε ν' αποδείξη τη μεγάλη χαρά του, για τον ερχομό του ξενιτεμένου αφεντός του.