United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί είχα φορτωμένα εγώ, κ' εβούλιαξαν. — Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί! επανέλαβε με τόνον βασίμου υποψίας ο ποιμήν, σίγουρα θα τα κατάπιε ο αφαλός της θάλασσας. — Δεν ειμπορεί το ελάχιστο να τα ξεράση πίσω το μάτι της λίμνης; ηρώτησεν ακουσίως μειδιών, ερμηνεύων την ελπίδα του εμπόρου ο νεώτερος των ναυαγών.

Θα ζωσθούμε αγριαμπελιά, της είπε, θα μαζόξουμε λουλούδια, θα φάμε χλωρά 'κκιά με το τυρί κοντάτη βρύση, θα βρούμε γενόμενα κεράσια! — Αχ! πώς μ' αρέσουν! Εκλείδωσαν την οικίαν και εξήλθον. Βωβά εκρότουν τα στερεά πατήματα των τριών γυναικών εις τους στενούς κ' ερήμους δρομίσκους της πολίχνης. Διήλθον τα αλώνια, το έξω της πολίχνης λειβάδιον.

Πώς συ ορίζεις τα πράματα, χωρίς να μας ξετάσεις και μας, να δεις τι είμαστε, και τι θέλουμε, και από τι παθαίνουμε, και π ώ ς βλέπουμε το κράτος το Ελληνικό; Τους Έλληνες από την Ελλάδα που, σαν και σένα, στοχάζονται την Ελλάδα ξετελειωμένο κράτος, ολοστρόγγυλο, σαν ολλανδέζικο τυρί, με σύνορα κι όλα τάλλα σημάδια ενός κράτους, ― σας ονομάζουμε μεις Ε λ λ α δ ι κ ο ύ ς, με κάποια καταφρόνια.

Το αξίωμα όσα δίνει 965 Στην υπόληψιν ενού, Μόνε λείψη τον αφίνει Μες το πλήθος του κοινού. Το προτέρημα χαρίζει Αναφαίρετη τιμή, 970 Και τον κάνει να αχρήζη, Και παντού να ευδοκιμή. Κ ό ρ α κ α ς, και Α λ ο υ π ο ύ. Σε δέντρο απάνω ο Κόρακας Εκάθησε απετόντας, Στη μύτη του βαστόντας 975 Μια γρούδα από τυρί. Η Αλουπού διαβαίνοντας Καταλαχού απέκει, Τον βλέπει· κοντοστέκει Η παραπονηρή. 980

Ήρθε το μεσημέρι κ' οι αργάτες έφτασαν, τα παιδιά, τα κορίτσια χαρούμενα, μουσκεμμένα στον ίδρωτα. Ξανάσαναν στον ίσκιο της μεγάλης βελανιδιάς, ένυψαν τα χέρια τους κι άρχισαν να τρώνε μ' όρεξη μαύρο ψωμί κι άσπρο τυρί με μεγάλες μπουκιές, με κόκκινα μάγουλα και μ' άσπρα δόντια, όλο υγία, θεριοσύνη.

Μα μ' όλη μου την ασχημιά πρόβατα χίλια βόσκω, κι αρμέγοντάς τα πίνω εγώ το πιο καλό τους γάλα· και δε μου λείπει το τυρί μηδέ το καλοκαίρι μηδέ και το φθινόπωρο μηδέ και το χειμώνα κ' είνε τα τυροβόλια μου ολοχρονίς γεμάτα. Και τη φλογέρα παίζω εγώ καλλίτερ' απ' τους άλλους τους Κυκλομμάτες που είν' εδώ· και παίζω τη φλογέρα για σένανε, γλυκόμηλο, και για παρηγοριά μου τη νύχτα τα μεσάνυχτα.

Ξεπέζεψα μια στιγμή και κάθησα στον καφενέ· ήρθε ο παππάς να μου κουβεντιάση κι αμέσως να μου δώση ροδάκινα, ρόδια, βασιλικό. Το χρέος μου, λέει, είναι ναγαπώ τους αθρώπους. Να μην ξεχάσω και τις γριές. Από την Παρκιά έφυγα πολύ πρωί για τη Σάντα Μαρίνα· πείνασα στο δρόμο. Μπήκα σ' ένα χαμηλό πρόστυχο σπιτάκι. Μου σερβίρισε η γριά ό τι είχε, ψωμί, τυρί, σταφύλι και καφέ.

Εφώναζαν, εγρίνιαζαν κ' εθορυβούσαν. Το ένα ήθελε τσιτσί, δεν ήθελε μαμμά. Το τρίτον κλαυθμηρίζον εζήτει βρυ. Το τέταρτον ήθελε γλυκό, δεν του ήρεσκε το τυρί. Η ταλαίπωρος η λεχώ υπέφερε κάπως από τον θόρυβον. Ήρχισαν αι προπόσεις. Ηύχοντο εις τον πατέρα να του ζήση και εις την λεχώ «καλή σαράντισι». Πρώτη έπιεν η μαμμή, δεύτερος ο πατήρ, τρίτη η γραία Σωσάννα η μπροσθινή.

Εγώ μπορεί να φέρω την Γκριζέντα στο σπίτι τους κι εκείνη θα τις βοηθάει. Είναι πλέον γριές. Εγώ θα δουλεύω. Θα πάω στο Νούορο, θα αγοράσω τυρί, ζώα, μαλλί, κρασί, ακόμη και ξύλα, ναι, επειδή τώρα, με τον πόλεμο, όλα τα πράγματα έχουν αξία. Θα πάω στη Ρώμη και θα πουλήσω το εμπόρευμα στο Υπουργείο Πολέμου. Ξέρεις πόσα θα κερδίσω;» «Ναι, αλλά το κεφάλαιο;» «Μην το σκέφτεσαι, το έχω.

Ο Δημήτρης εσκέφθη να ζητήση από τον Νάσον τας τριακοσίας δραχμάς και ούτω να τ' αποκτήση πάλιν όλα. Αλλ' ευθύς ανελογίσθη ότι ο Νάσος δεν είχε παρά ογδοήκοντα πρόβατα· χρήματα ούτε λεπτόν. Οι βλάχοι τρεις φοράς καθ' όλον το έτος βλέπουν χρήματα εις τας χείρας των όταν πωλούν το τυρί, το μαλλί και τ' αρνία των.