United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι θάμμασμα που έγεινε πίσω στην Καναπίτσα! . . . Δεκαοχτώ τουλουμοτύρια, το φόρτωμα ενός καϊκιού, που έπεσε εψές όξου, τα ερρούφηξεν ο αφαλός της θάλασσας και τα ξέρασε πίσω το μάτι της λίμνης . . . Θα φάμε χέλια παχειά φέτος, παιδά . . . Από βδομάδα, σαν αφήση τ' αφεντικό, θ' αρχίσω να τα ψαρεύω . . . . Έπεσαν στα τυριά, φάγανε κι' α — δε φάγανε . . . του διαβόλου τα χέλια, βρε!

Κατά τες δυτικές Οχθιές της, που ανάμεσ' απ' αυτή κι από σειρά χαμηλών βουνών απλωμένων από βοριά σε νότο σχηματίζεται μια μικρή κοιλάδα, στενή λουρίδα, που ανταμώνει τον πέρα με τον δώθε πλατύκαμπο, συμπυκνώνεται η πόλη του Γιαννίνου σε μεγάλο άπλωμα, με τα βυζαντινά κι αλή-πασαλήτικα κάστρα της, χωμένα μέσα στη λίμνη, με τους στενούς και λιθόστρωτους δρόμους, τα παλιά σπίτια και σαράγια, τα μπεζιστένια, τες εκκλησιές και τα σκολιά, με τες πικνές σκεπές και τα πολλά δέντρα και με τους δεκαοχτώ μιναρέδες της, που με περίσσιο θράσο πετιούνται απάνου από κάθε χτίριο και κάθε κλαρί κι οπού τα κατακίτρινα μεσοφέγγαρά τους αστραποβολούν στον ήλιο.

Την πρωίαν, ο πρώτος πορθμεύς, προς τον οποίον είχεν αποταθή, ο μπάρμπα-Γιάννης ο Ξυνιώτης, αφού δεν εσυμφώνησε με τον πραγματευτήν, απεφάσισε ν' ανασύρη τα δερματοτύρια διά λογαριασμόν ιδικόν του. Όθεν, λαβών τον γάντζον του, έπλευσεν εις την Καναπίτσαν και ψάχνων σιγά-σιγά ανεύρε και ηλίευσεν εκ των δεκαοχτώ τα δεκατρία δερματοτύρια.

Και το Βαγγελιό δεν είχε τον τύπο της έως τότε αρέσκειάς μου. Ήτο ψηλόλιγνη και μελαχροινή, ηλικίας πάνω από τα δεκαοχτώ, ίσως και πάνω από τα είκοσι. Σαυτήν έβλεπα περισσότερο την έκφραση της ψυχής παρά της σάρκας την άψυχη λευκότητα κι αβρότητα. Στο εξωτερικό σύνολο του Βαγγελιού, στη στάση και στην κίνηση, στη φωνή, στο βλέμμα και το γέλιο παρουσιαζότανε μια γλυκειά και πονετική ψυχή.

Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί είχα φορτωμένα εγώ, κ' εβούλιαξαν. — Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί! επανέλαβε με τόνον βασίμου υποψίας ο ποιμήν, σίγουρα θα τα κατάπιε ο αφαλός της θάλασσας. — Δεν ειμπορεί το ελάχιστο να τα ξεράση πίσω το μάτι της λίμνης; ηρώτησεν ακουσίως μειδιών, ερμηνεύων την ελπίδα του εμπόρου ο νεώτερος των ναυαγών.

Είμαστε τότες στο έβδομο ευζωνικό. Είχα δεκαοχτώ στρατιώτες μαζί μου, δυο δεκανείς κι εγώ. Στο τουρκικό δεν θάτανε σαράντα σκυλιά. Στις δυο τ' απομεσήμερο βάζω τους άντρας σκοπό. Όλοι τους είταν ένας κι ένας. Εικοσοχτώ, τριάντα χρονών βάλε με το νου σου· από το Καρπενήσι και τη Φθιώτιδα, άντρες με φιλότιμο και καρδιά, όχι μύξες σαν κι εσάς, όρνια. Παίρνω τον κατήφορο για καραούλι.

Αλλ' ο πρώτος προς τον οποίον απηυθύνθη, του εζήτει τα μισά δερματοτύρια διά τον κόπον του, ο δεύτερος του εζήτησε μετρητά τριακοσίας δραχμάς και ο τρίτος του εζήτει εκ των δεκαοχτώ δερματοτυρίων τα επτά και ακολούθως κατέβη έως τα πέντε. Τέλος εσυμφώνησε μ' ένα τέταρτον πορθμέα διά τρία δερματοτύρια. Αλλ' όταν εξεκίνησεν ούτος να υπάγη, ήτο ήδη δειλινόν.

Ως και τα δερμάτια τα μισοφάγανε . . . τα κάμανε τρύπες-τρύπες, κόσκικο . . . Ούτ' ένα τουλούμι δε μπόρεσα να γλυτώσω . . . Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί! — Δεκαοχτώ τουλούμια! επανέλαβε μετά θαυμασμού είς των ακροατών. — Δεκαοχτώ τουλούμια, σωστά! Τα ξέρασε το μάτι της λίμνης! Τα ξεφαντώσανε τα χέλια και τα κεφαλόπουλα!

Δεκαοχτώ φλωριά διά το σίδερον, είπε, και εικοσιπέντε διά την δουλειά. — Καλά. — Το σίδερο εδικό σου θα είνε; — Όχι, εδικό σου. — Τότε θα μου πληρώσης τη σερμαγιά, είπεν ο Γύφτος. Ο ξένος εξέβαλεν εκ της ζώνης το βαλάντιον και τω έδωκε ποσόν τι φλωρίων. Ο Γύφτος εφαιδρύνθη εκ της θέας και της ψαύσεως του χρυσού. — Και πότε θέλεις να είνε έτοιμα; ηρώτησεν. — Οπόταν ειμπορείς. Σιγά σιγά.

Ίδα, και ίσως νάμαι περισσότερο τουρκομερίτης από σας. Εκεί γεννήθηκα και δεκαοχτώ χρονάκια έζησα στα βάθη της Μικράς Ασίας. Εκεί είδα με τα μάτια μου όχι μόνο την τυραννία του τούρκικου φεουδαλικού καθεστώτος, αλλά και τη φαυλότητα του &ρωμαίικου φεουδαλικού θεοκρατικού& καθεστώτος.