United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οπού θα πη απ' αυτόν εξαρτώνται οι νόμοι και οι προφήται. Λοιπόν ερωτάς ύστερα πού ευρίσκει τα χρήματα; Ο κύριός μου έχει χιλιάδαις χιλιάδων φλωρίων εις την διάθεσίν του. — Μεγάλο πράγμα αυτό, είπεν ο Γύφτος στενάζων. — Και δι' αυτό ο κόσμος δεν έχει άδικον να τον λέγη μάγον. Περισσότερον από τα άλλα όλα, τούτο μου φαίνεται να τον κάμνη μάγον. Διότι είνε άπορον πού τα ευρίσκει τα χρήματα.

Πάντες θαυμάζουν και συγχαίρουν τότε τον φιλάνθρωπον χωρικόν· ο δε προτείνας το βραβείον των εκατόν φλωρίων προθύμως προσφέρει αυτά εις τον σωτήρα της δυστυχούς οικογενείας· αλλ' αυτόςΔεν πωλώ, λέγει, κύριε, την ζωήν μου διά χρήματα· είμαι χριστιανός, και ως τοιούτος εξεπλήρωσα το χριστιανικόν καθήκον της προς τον πλησίον αγάπης.

Διά να βολιδοσκοπήση τας διαθέσεις του, του ανήγγειλε μίαν ημέραν ότι επλησίαζε να συμπληρώση τον αριθμόν των φλωριών τα οποία θα προσέφερε κατά τον αρραβώνα εις την Πηγήν, η οποία εξ άλλου είχε σχεδόν έτοιμα τα προικιά της. Αλλ' ο Μανώλης δεν ήθελε ν' ακούση τίποτε πλέον περί αυτού του συνοικεσίου.

Και αφού εδικαιολόγησε τον αφιλόστοργον τρόπον του τόσον καιρόν τώρα, φρονών τάχα εν τη απλότητί του, ότι επί τέλους θα εστεφανόνετο ο Στεφανάκης και άνευ των φλωρίων, μάλιστα ίνα γείνη συμπαθέστερος, προσέθηκεν ότι είχε πρό τινος καιρού αποφασίσει ν' αποκαλύψη τα φλωριά του, πλην εμποδίσθη υπό της ιδέας, ότι ο νέος δήμαρχος θα κατώρθου διά της διακρινούσης αυτόν ευφυίας και δεξιότητος να στεφανώση μία βραδυά την αναδεξιμιάν του και χωρίς φλωρία.

Και όμως εκ φήμης είχεν ακούσει ότι είς Λογιώτατος καλούμενος, νέος από βορεινήν νήσον προερχόμενος, ήτο διδάσκαλος εις την Ύδραν αλλ' η φήμη δεν ήτο αρκετά φωτισμένη, ώστε να τον πληροφορήση αν ο Λογιώτατος εκείνος είχε γυναίκα, και ποίαν και πόθεν. Ο Αγάλλος έφερε μαζί του όχι ολίγας εκατοντάδας φλωρίων αυτήν την φοράν.

Ο Αγάλλος ήτο 22 ετών, υψηλός και εύμορφος, γαλανός, όπως ο πατήρ του. Είχεν αρχίσει από τριών ετών να κάμνη ταξείδια επάνω στον Ποταμόν, εις την Βλαχίαν, κ' εκείθεν είχεν επανακάμψει προ ολίγων μηνών, φέρων ολίγας εκατοντάδας φλωρίων, ως πρωτόλεια, εις τους γονείς του. Είχε κρατήσει πέντ' έξ διά να ευθυμήση με τους φίλους του.

Αλλ' ουδείς ετόλμα να έμβη εις πλοιάριον, και να τρέξη προς σωτηρίαν των κινδυνευόντων. Η ορμή και τα κύματα του ποταμού ήσαν τρομερά, και μέγας ο κίνδυνος του πλοιαρίου, το οποίον ήθελε τολμήσει να πλησιάση τον ήδη κλονιζόμενον και κινδυνεύοντα θόλον. Εις μάτην πλούσιος κάτοικος της Βερόνης επροκήρυξεν αμέσως βραβείον εκατόν φλωρίων εις όντινα ήθελε σώσει την κινδυνεύουσαν οικογένειαν.

Δεκαοχτώ φλωριά διά το σίδερον, είπε, και εικοσιπέντε διά την δουλειά. — Καλά. — Το σίδερο εδικό σου θα είνε; — Όχι, εδικό σου. — Τότε θα μου πληρώσης τη σερμαγιά, είπεν ο Γύφτος. Ο ξένος εξέβαλεν εκ της ζώνης το βαλάντιον και τω έδωκε ποσόν τι φλωρίων. Ο Γύφτος εφαιδρύνθη εκ της θέας και της ψαύσεως του χρυσού. — Και πότε θέλεις να είνε έτοιμα; ηρώτησεν. — Οπόταν ειμπορείς. Σιγά σιγά.

Είνε αληθέστατον, επέμενε λέγων ο αρχηγός. Την επώλησες, την επώλησες αντί εκατοντάδων τινών φλωρίων. Ομολογώ ότι εζήτησες ακριβά. Ηδύνασο να το κάμης και ευθηνότερα. — Αχ! γρου! έγρυξεν ο Πρωτόγυφτος, — Αλλ' είχες δίκαιον, επανέλαβεν ο αρχηγός. Δίκαιον είχες, διότι δεν είνε κόρη σου. — Ποιος το λέγει; εμορμύρισεν ο Πρωτόγυφτος. — Εγώ το λέγω, και το ειξεύρω. Δεν είνε κόρη σου, και την επώλησες.

Το ποσόν όλον των φλωρίων ανήρχετο εις 980 φράγκα, άτινα μέχρι λεπτού εμετρήθησαν εις τον «καλόμοιρον» υπό του ιδίου δημάρχου του χωρίου, όστις έλεγε κατόπιν, ότι πολύ δύσκολον είνε να εξαπατήσης αλλέως γαμβρούς οπού ζητούν μετρητά, παρά μόνον με το μέτρημα.