United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Σκούντας ήρπασε τον βραχίονά της και εβίασεν αυτήν να ανορθωθή. — Δεν μπορώ να περιπατήσω, Μάχτο, είπεν η νεάνις. Διατί δεν εμβαίνομεν εις αυτό το σπητάκι; — Είνε κλεισμένον, εμορμύρισεν ο Σκούντας. — Σπρώξε νανοίξης την πόρτα. Και η Αϊμά εδοκίμασε με τας τρεμούσας χείρας της να ωθήση αυτή την θύραν προς τα έσω. Αλλ' η αντίστασις ήτο ισχυρά. — Βοήθησε, Μάχτο, είπεν ικετικώς η νέα.

— Η μαμμίτσα μου, μητέρα, την ακούω εγώ πολλαίς φοραίς, που λέει της θειά-Περμάχους πως σ' έχει 'μόσιμο. Δεν μου λες, μητέρα, τι θα πη αυτό, να έχη κανείς έναν άνθρωπο 'μόσιμο; — Θα πη, παιδί μου, εμορμύρισεν η ημίπληκτος, πως αμόνει τάχα στ' όνομά του. — Και τι θα 'πη ν' αμόνη στ' όνομά του; — Θα 'πη να παίλνη όλκο στ' όνομά του, πώς λένε καμπόσοι, μα τον Θεό, μα την Παναγιά...

Έχει τον αριθμόν 10, αλλά δεν ξέρομε τι είδους μονέδα να είνε, δέκα σελλίνια, δέκα ρούπιες, δέκα κολοννάτα ή δέκα..... Διεκόπη. Παρ' ολίγον να έλεγε «δέκα λίρες». — Να φωνάξουμε το δάσκαλο, εμορμύρισεν ο κυρ-Μαργαρίτης· ίσως εκείνος ξεύρει να το διάβαση. Τι γλώσσα να είνε τάχα ;

Την στιγμήν ταύτην ο Κατούνας, ιδών την φαιδρότητα του Σκούντα έλαβε θάρρος και επλησίασε δύο βήματα. Αλλ' ο Περίδρομος συνέστειλε τας οφρύς. — Τι θέλεις, Κατούνα; είπεν οργίλως. — Ενόμισα ότι είχετε σώσει το κρασί, εμορμύρισεν ο Κατούνας. — Φέρε μίαν φιάλην, ανόητε, διά να μην ευρίσκης πρόφασιν να έρχεσαι κάθε λίγο. Ο Κατούνας έσπευσε να υπακούση.

Ξεύρεις, μάστορη, οπού μου έρχεται μία ιδέα; είπεν ο ξένος αλλάξας τόνον. — Τι πράγμα; Όταν δύο είνε ομοιοπαθείς, καθώς ελέγαμεν, δεν παρηγορούνται ευκόλως; — Δεν ειξεύρω τι θέλεις να πης, εμορμύρισεν ο Γύφτος. — Λέγω, όταν δύο άνθρωποι έχουν ένα κοινόν πάθος, μίαν θλίψιν, ήτις να είνε και εις τους δύο ομοία, τότε με την συναναστροφήν ο ένας παρηγορεί τον άλλον. — Ε, ύστερα;

Είνε αληθέστατον, επέμενε λέγων ο αρχηγός. Την επώλησες, την επώλησες αντί εκατοντάδων τινών φλωρίων. Ομολογώ ότι εζήτησες ακριβά. Ηδύνασο να το κάμης και ευθηνότερα. — Αχ! γρου! έγρυξεν ο Πρωτόγυφτος, — Αλλ' είχες δίκαιον, επανέλαβεν ο αρχηγός. Δίκαιον είχες, διότι δεν είνε κόρη σου. — Ποιος το λέγει; εμορμύρισεν ο Πρωτόγυφτος. — Εγώ το λέγω, και το ειξεύρω. Δεν είνε κόρη σου, και την επώλησες.

Κάτι πολλά ρωτάς, κυρά, μας σκότισες· είπε λαβούσα τον λόγον η Δημητρούλα, η κόρη της Γιάνναινας. — Σώπα συ, την επέπληξεν η μάνα της. — Θέλω να τον περιμένω εδώ, ως που νάρθη, είπεν η ξένη. Αι γυναίκες δεν απήντησαν. — Εγώ είμ' εξαδέλφη του, προσέθηκεν η νεωστί ελθούσα. — Δεν μας μέλει πως είσαι ξαδέρφη του, εμορμύρισεν η Δημητρούλα. — Τι είπες, κυρά; — Τίποτε.