United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την στιγμήν ταύτην ο Κατούνας, ιδών την φαιδρότητα του Σκούντα έλαβε θάρρος και επλησίασε δύο βήματα. Αλλ' ο Περίδρομος συνέστειλε τας οφρύς. — Τι θέλεις, Κατούνα; είπεν οργίλως. — Ενόμισα ότι είχετε σώσει το κρασί, εμορμύρισεν ο Κατούνας. — Φέρε μίαν φιάλην, ανόητε, διά να μην ευρίσκης πρόφασιν να έρχεσαι κάθε λίγο. Ο Κατούνας έσπευσε να υπακούση.

Πάντες ούτοι ούτ' είχον παρατηρήσει την λαθραίαν εξαφάνισιν του Κατούνα, ούτε ηδύναντο να υποπτεύσωσιν αυτήν. Αλλ' ο ημέτερος φίλος Τρανταχτής είχε συνήθειαν να παρατηρή πάντοτε τα συμβαίνοντα, και ουδεμία λεπτομέρεια διέφευγε την προσοχήν αυτού. Άλλως δε και αν ήτο αφηρημένος, ήθελεν ευκόλως παρατηρήσει ότι είχεν απομονωθή, μετά την έξοδον των λοιπών προσώπων.

Σώνει να θέλης, είπεν ο Σκούντας, ειμπορώ να σου κάμω. — Ευχαριστώ, είπεν ο Μάχτος. Αυτό ήθελα κ' εγώ. — Ύπαγε να εύρης χαρτί, Κατούνα, είπε προστακτικώς ο Σκούντας. Βλέπεις ότι θέλομεν να κάμωμεν γράμμα. Και ο Κατούνας υπήκουσεν. Ο Μάχτος υπηγόρευσε μετ' εμπιστοσύνης την γνωστήν επιστολήν, και ο Σκούντας εχάραττεν ανελλιπώς τα υπαγορευόμενα. Μεταξύ δε, γράφων, ετόλμησε να ερωτήση τον Μάχτον·

Κατά τύχην είδε μακρόθεν φως λάμπον, εύρε θύραν τινά ανοικτήν, και εισώρμησεν εκείσε απηλπισμένη. Η θύρα αύτη ήτο η του καπηλείου του Κατούνα, όπου είδομεν αυτήν καταφυγούσαν εν αρχή της ιστορίας ταύτης. Η δίωξις. Έτρεχον κατόπιν αυτής οι Γύφτοι, αλλά δεν έτρεχον πάντες με τον αυτόν σκοπόν.

Ότε δε αφυπνίσθη, άνθρωπός τις ενεφανίσθη ενώπιον αυτού. Τους χαρακτήρας του ανθρώπου τούτου ανεγνώριζεν ο Μάχτος, αλλά το όνομά του δεν εγίνωσκεν, ουδ' ανεμιμνήσκετο πού τον είχεν ιδεί. Ήτο δε ούτος ο Τρανταχτής, ο φίλος του Σκούντα, και γνώριμος ημών εκ του καπηλείου του Κατούνα. — Φίλε μου, τω είπε, δουλεύεις τώρα εδώ, ή όχι;

Την εσπέραν της επιούσης ο Σκούντας και ο Τρανταχτής συνηντήθησαν εις το καπηλείον του μπάρμπα Κατούνα, παρά τον γραφικόν εκείνον αιγιαλόν, όπου ο εμβάτης έπνεεν εισκομίζων εις τους ηδυπαθώς κινουμένους ρώθωνας των δύο φιλοποτών τα θαλάσσια αρώματα, τα τόσον προσφιλή εις τους κατοίκους της παραλίας.

Ησθάνετο δε παράδοξον θάρρος, όπως εκχύση εις τον χάρτην μέρος του υπερχειλούς αισθήματος, όπερ κατέκλυζε την καρδίαν του. Και ταύτα μεν καλώς, αλλά πώς να γράψη, αφού δεν εγίνωσκε γράμματα; Ήλπιζε να συναντήση αγαθόν τινα άνθρωπον, εις ον να υπαγορεύση τα αισθήματά του. Ότε εισήλθεν εις το παράπηγμα του Κατούνα, ήτο μεστός της ιδέας ταύτης.

Ότε λοιπόν είδεν εαυτόν μόνον εν τω καπηλείω, εγέμισε δύο φιάλας οίνον, έθεσεν αυτάς εις τα ευρύχωρα θυλάκια του επενδύτου του, είτα ήνοιξε το συρτάριον του Κατούνα, εύρεν εκεί κέρματά τινα, την πώλησιν όλης της ημέρας, μη υπερβαίνουσαν δύο δραχμάς του παρ' ημίν νομίσματος, εμέτρησεν αυτά, τα έθεσεν εις τον πυθμένα του θυλακίου του, έσβεσε τον λύχνον και εξελθών έκλεισε την θύραν και έγεινεν άφαντος.

Αλλά προς τι ταύτα; Ο Τρανταχτής και ο Σκούντας, μηδέν τούτων έχοντες εν νω, εκάθισαν παρά την τράπεζαν του μπάρμπα Κατούνα, και ήρχισαν να πίνωσι και να συνομιλώσιν. Ανεκοίνωσαν δε προς αλλήλους πολλά διαφέροντα άλλως πράγματα, αλλ' ημείς θα παραλείπωμέν τινα χάριν των αναγνωστών, και θα έλθωμεν εις το τέλος της συνδιαλέξεώς των.

Ουχί μακράν του καπηλείου του Κατούνα, περί τα δισχίλια βήματα, έκειτο μεμονωμένη τις καλύβη, σκαιά και αλλόκοτος την θέαν, ιδρυμένη εις την υπώρειαν πετρώδους τινός λόφου, όπου ουδέ ίχνος βλάστης υπήρχεν. Ο άχαρις εκείνος και γυμνός βράχος ηδύνατο να προκαλή πάμπολλα σχόλια και μομφάς επί ελλείψει φιλοκαλίας, αν ήτο έργον ανθρώπινον.