United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μιμίκος έγραφε στίχους· διότι ήτοενόμιζε τουλάχιστον ότι ήτο ποιητής. Ποιητικός και ρωμαντικός έπνεεν εν Αθήναις ο άνεμος κατά τους χρόνους εκείνους· πας δε σχεδόν έφηβος μείραξ, εις ου το χείλος ήρχιζε να επανθή ο πρώτος νεανικός χνους, είχε να φοβήται, μετά την ίλερην και ανεμοβλογιάν των παιδικών ετών, την στιχουργικήν επιδημίαν της εφηβικής ηλικίας.

Κ' εν τη νεκρική εκείνη της πεδιάδος ησυχία, μόνον τα ξηρά χόρτα και τα φύλλα εψιθύριζον, κινούμενα υπό του ανέμου, όστις έπνεεν από της θαλάσσης δροσερός δροσερός. Η Σμάλτω περιέφερε το βλέμμα πέριξ, εφ' όλων τούτων, ρεμβώδες και ήσυχον.

Τόσον κραταιός έπνεεν ο βορράς εις το μέρος εκείνο, τα δένδρα μαστιζομένα εκάμπτοντο και καθίσταντο ραχιτικά υπό την πνοήν του, μόνον δέ τινες ερπηστικοί θάμνοι, προσφυομένοι εις τας πτυχάς του εδάφους, εύρισκον οικτρόν άσυλον.

Ενώ πρότερον έπνεεν εν τω ναώ μία γλυκεία αρωματική πνοή μαλακή και θωπεύουσα την όσφρησιν, πνοή ευάρεστος και ηδεία των εαρινών ανθέων, τα οποία άφθονα εκόσμουν τας αγίας εικόνας, προσφορά ευάρεστος και ευπρόσδεκτος των νεανίδων του χωρίου, αίτινες ή άγαμοι ή πενθούσαι ή ασθενείς, κλεισμέναι εν τω οίκω των, στέλλουσιν εις την Ανάστασιν του ευανθούς κήπου των τα περιπόθητα δώρα.

Και οι μεν Αθηναίοι περιέπλεον δι' όλης της ημέρας την νήσον μετά δύο πλοίων διασταυρουμένων, κατά δε την νύκτα όλα τα πλοία περιεκύκλουν την νήσον, όχι όμως και το προς το πέλαγος μέρος, ότε έπνεεν άνεμος· είχον δε έλθει εξ Αθηνών προς φύλαξιν της νήσου είκοσι πλοία, ώστε όλος ο στόλος συνέκειτο ήδη εξ εβδομήκοντα πολεμικών πλοίων· οι δε Πελοποννήσιοι, εστρατοπεδευμένοι εις την ήπειρον και προσβάλλοντες το τείχος, επερίμενον κατάλληλον περίστασιν να σώσουν τους συμπολεμιστάς των.

Το Ουρανιώ έβλεπε καθαρώς απέναντι της την γυναίκα εκείνην κρατούσαν φανόν, φωτίζουσαν οικτιρμόνως τα σκότη της οδού διά τους διαβάτας και τους γείτονας. Διότι το σκότος ήτο βαθύ, και ελαφρός άνεμος έπνεεν, όσος ήρκει διά να μεταφέρη εκ των χιονοσκεπών βουνών το ψύχος και τον παγετόν εις τας φλέβας των ανθρώπων.

Και επήλθεν η νυξ ασέληνος και σκοτεινή, ο δε άνεμος έπνεεν ούριος, και έτρεχε το σκάφος και εγόγγυζεν η θάλασσα.

Διότι ήλπιζεν ότι ο εχθρικός στόλος δεν ήθελε διατηρήσει την τάξιν ως στρατός ξηράς, αλλ' ότι τα μεγάλα πλοία ήθελον συμπέσει προς άλληλα και ότι τα μικρά ήθελον προξενήσει ταραχήν· τέλος ήλπιζεν ότι, εάν ηγείρετο ο άνεμος, όστις συνήθως έπνεεν εκ του κόλπου περί την αυγήν, δεν ήθελεν αφήσει εις αυτούς ουδέ στιγμής ησυχίαν. Και προσδοκών τούτο περιέπλεεν.

Εκρατούσεν ένα ωραίον κομβοσχοίνιον, και εθυμίαζε με ένα ασημένιο θυμιατόν, ωσάν να ήτο Εκκλησία εκεί. Όταν ούριος ο άνεμος έπνεεν ή όταν ήτο γαλήνη, φροντίζων να έχη πάντοτε ένα καλόν και πιστόν λουστρόμον, αυτός άνοιγε τότε τα ωραία Εκκλησιαστικά βιβλία του και ανεγίνωσκε, βυθισμένος όλως εις το νόημα των Γραφών ή των άλλων λόγων των Αγίων Πατέρων.

Α! δεν έπνεεν εκεί αήρ πρόσφορος διά τα άνθη τα αβρά, κ' εκεί αύτη θα εμαραίνετο εις ένα μήνα, αν ετόλμων βέβηλοι χείρες να την μεταφυτεύσωσιν. Η γάστρα ήτο αλαβαστρίνη, το φυτόν ήτο εύθραστον και το άνθος απέπνεε λεπτήν ευωδίαν, ήτις δεν ήτο διά βαναύσους ρώθωνας.