Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Δεν είχε τελειώσει την κουβέντα του και οι δυο νέοι έτρεχαν χέρι με χέρι προς το σπίτι. Η Ελπίδα ούτε το κέντημά της δε σκέφτηκε να πάρη. Τ' άφηκε απλωμένο εκεί απάνω στα χόρτα κι ο ήλιος φιλούσε αχόρταγα της όμορφες κλωστές, έδινε κ' έπαιρνε χρώματα. Ο γέρος έσκυψε και το κύτταξε για πολλή ώρα. Έμοιαζε σαν διψασμένο ζωντανό που πίνει αχόρταγα στην ξάστερη γούρνα του.
Ο Κωνσταντής ο Περηφανάκιας, συνάδελφος του Στάθη βοσκός, εξέφερε γνώμην ότι έπρεπε να πάρουν μέγα χονδρόν άγκιστρον, ωσάν αρπάγην, να το δέσουν εις την άκραν του σχοινίου, και εις το άγκιστρον επάνω να περάσουν κλαδιά και χόρτα και βλαστάρια, και διά του δολώματος τούτου να εφελκύσουν τας δυο αίγας, ώστε, ενώ αύται θα εμασούσαν την ορεκτικήν τρυφεράν βοσκήν, το οξύ ακονημένον άγκιστρον θα ήτο πιθανόν να χωθή μέσα εις το κατωσάγωνον της μιας και της άλλης γίδας, και τότε, αιματωμένας μεν, αλλά σωσμένος, θα τας ετραβούσαν επάνω.
Κάνοντας αυτήν την απόφασιν, εκράτησε τον βεζύρην του μόνον, και τους άλλους τους απέλυσεν. Εκάθησαν λοιπόν αντάμα επάνω εις τα χόρτα, και είχαν την κουβέντα της ελάφου έως το βράδυ.
Εν πρώτοις χόρτα τινά και άγρια άνθη, παπαρούνες και σταχυοειδή, λυσσοχόρταρα, μαϊόχορτα, και ολίγαι κλωσταί καννάβιναι και καραβοσχοίνου, μακραί τρίχες γυναικείαι μαύραι, άλλαι τρίχες φοράδας κόκκινες, μικρά κόκκαλα από το Κοιμητήρι, και τέλος έν κρανίον ανθρώπινον. Τι ήσαν όλ' αυτά; και τι ήθελαν εκεί; Βεβαίως μάγια· εχθροί τα είχαν ρίξει της δασκάλας.
Έρριξαν επάνω του χώμα πολύ και φύτεψαν πολλά ήμερα χόρτα κ' εκρέμασαν επάνω στον τάφο του τα προφαντά από τα σπαρτά· μα και γάλα του έχυσαν και σταφύλια έζυψαν και σουραύλια πολλά έσπασαν.
Εγώ που φυσικά ήμουν αχαμνός εις την κράσιν, ισχνός, και ξηραγγιανός, τότε μάλιστα που είδα τον αξιοδάκρυτον θάνατον των συντρόφων μου, τόσον εφθειρόμουν, που αντίς να παχύνω, αχάμνυνα περισσότερον, στοχαζόμενος τον κίνδυνον της ζωής μου· τότε εκατάλαβα και την πανουργίαν των ανθρωποφάγων εκείνων με τα χόρτα που έδωσαν των συντρόφων μου και έφαγον, διότι σηκώνοντάς τους την αίσθησιν και την γνώσιν του θανάτου, που έμελλον να λάβουν, επάχυναν, καθώς και εσυνέβη.
Διόρθωνε κανένα τράφο, πούχε χαλάσει, λευτέρωνε δέντρα από παρακλάδια ή ξεράδια, καθάριζε το χωράφι από πέτρες ή ξεχόρτιζε και κουβαλούσε το βράδυ στο σπίτι χόρτα για τα ζώα του ή ξύλα.
Σώνει να ξέρης πως σα γύρισα πίσω, και τόνοιωσαν πως είταν κληρονομιά μου, μούδωσαν ταμπελοχώραφό μας αυτό, να σωπάσω. Πήρα το χτήμα, και σύχασα. Ξεκίνησα μια μέρα και πήγα στου χωριού το Ξωκκλήσι, που είταν και κοιμητήριο, ίσως και βρω τα μνήματα που σκέπαζαν τους σκοτωμένους μου και τους πεθαμμένους. Είμουνα μόνος στο Κοιμητήριο. Μήτε πλάκα, μήτε σημάδι! Χόρτα κι αγριολούλουδα πέρα πέρα!
Κοκκινήσανε » Τα κάτασπρα λιθάρια, » Τα χόρτα και τα χώματα »'Σ το αίμα του τυράννου.» «'Σ τους Τούρκους επετούσανε » Τα βόλια 'σα βροχούλα. » Ο πόλεμος εκράτησε » Απ' το πρωί 'ς το βράδι, » Κοπάδι Τούρκους έστειλα »'Σ τον σκοτεινό τον Άδη. » Ο Λάμπρο Ζήκος 'φώναξεν » Από ψηλή ραχούλα: »
Εγώ έμεινα επάνω εις το νερόν κολυμβώντας όσον ηδυνάμην κατά το επίλοιπον της ημέρας· έφθασεν όμως μία νύκτα σκοτεινή με άνεμον σφοδρόν και άρχισε να βοά η θάλασσα από τα κύματα και εγώ σχεδόν έχασα τας δυνάμεις μου, όταν αιφνιδίως ένα κύμα σφοδρόν με έφερεν εις το περιγιάλι του νησιού και με έρριξεν έξω, επάνω εις την άμμον και όταν επάτησα στερεάν γην, με γρηγορότητα έτρεξα διά να μην έλθη άλλο κύμα και με σύρη μέσα· ως τόσον εβγήκα υγιής εις το νησί· και την αυγήν όταν εξημέρωσεν, περιτριγύρισα όλο εκείνο το νησί και αγκαλά το εύρον έρημον, και ακατοίκητον και μακράν από την στερεάν έως ογδοήντα μίλια, το οποίον με ελύπησεν αρκετά, ήτον όμως γεμάτο από διάφορα χόρτα και δένδρα καρποφόρα· όθεν παρηγόρησα ολίγον την πεινασμένην και ταλαιπωρημένην κοιλίαν μου με τα οπωρικά που εύρον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν