United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στη διπλανή καλύβα οι συγγένισσές της, μαζί με τις οποίες είχε έρθει στο πανηγύρι, δειπνούσαν καθισμένες καταγής γύρω από ένα δισάκι απλωμένο αντί για τραπεζομάντιλο και ενώ μια από αυτές νανούριζε ένα μωρό που αποκοιμιόταν κουνώντας τα χεράκια του, η άλλη καλούσε το κορίτσι. «Γκριζέντα, καλή μου, έλα, πάρε τουλάχιστον ένα κομμάτι τηγανίτα!

Δεν είχε τελειώσει την κουβέντα του και οι δυο νέοι έτρεχαν χέρι με χέρι προς το σπίτι. Η Ελπίδα ούτε το κέντημά της δε σκέφτηκε να πάρη. Τ' άφηκε απλωμένο εκεί απάνω στα χόρτα κι ο ήλιος φιλούσε αχόρταγα της όμορφες κλωστές, έδινε κ' έπαιρνε χρώματα. Ο γέρος έσκυψε και το κύτταξε για πολλή ώρα. Έμοιαζε σαν διψασμένο ζωντανό που πίνει αχόρταγα στην ξάστερη γούρνα του.

Σκουλήκια, σκουλήκια! Σκουλήκια 'πά στο ψοφήμι. Πέθανε το νησί μας· πέθανε, πάει! και βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Πέθανε μαθές, του βγήκε η ψυχή. Για ψέμματα λέω; Πού είνε τα καράβια μας, δε μου λες; Μπάρκα, μπομπάρδες, γολέττες, μπρίκια, τέτοια μέρα, ανήμερα τα Φώτα! γεμάτο το λιμάνι τα παληά τα χρόνια... Πού είνε τώρα, δε μου λες; Βλέπεις πανί απλωμένο στο λιμάνι; Πάνε, ρήμαξαν.

Η επιθυμία της σάρκας βγάζει από το κορμί σου φωτειά που ίσαμε αυτού με καίει. Σε πυρωστιά θάθελα το κορμί σου απλωμένο νάβλεπα. Θέλω τον ερωμένο μου κακόν, αγριεμένο, τον θέλω χυδαίο! ποτέ μου δεν σε είδα σαν και τούτη τη στιγμή ωραίο! Άρπα με από τα μαλλιά και κάτω ρίξε με, δος μου κατακεφαλιές, βρίξε με. βάρα με, σαν το ρόιδι να σκάσω από τη γλύκα.

'Σα χιονισμένος βράχος· Και το παχύ μουστάκι του, 'Σάν λόγκος απλωμένο, Εσκέπαζε το στόμα, που, 'Σα βρύσι ανοιγμένο, Έχυνε λόγους φλογερούς. Τέτοιος ο Τουρκομάχος· Τέτοιος εκείνος πρόβαλε. Το Διάκο χαιρετάει, Και λέγει: «Διάκο μ', αδελφέ, « Μεςτης Γραβιάς το χάνι » Εγώ σ' εξεδικήθηκα. » Εκεί οι Μουσουλμάνοι » Τους έκαμε ν' αφήσουνε » Πολλούς η γη να φάη.

Ο σπόρος που έπεσε μέσα στάγιό του χώμα, — που το βλέπεις κιόλας απλωμένο μπρος στα ψυχικά σου τα μάτια, — είτανε σπόρος γερός. Μα του καιρού εκείνου οι δουλευτάδες δεν ένοιωθαν από ψιλά κοσκινίσματα. Τονε σπείρανε λοιπόν καθώς βρέθηκε απάνω σ' εκείνα τα δοξασμένα βουνά. Απόμεινε μέσα κι ο σπόρος των τούρκικων αγκαθιών.

Ήρθα εδώ γιατί δεν ήξερα πού να πάω…. Εκεί υπάρχει πολύς κόσμος… Εκεί πρέπει να είναι κανείς κακός για να κάνει την τύχη του. Δεν μπορείς να καταλάβεις! Υπάρχουν πολλοί πλούσιοι….. Υπάρχει όμως και πολύς κόσμος…..» Κουνούσε τα δάχτυλα και είχε το χέρι απλωμένο, σαν να έδειχνε το πλήθος και ο Έφις κοίταζε το πόδι του και ψιθύριζε με τρυφερότητα και λύπηση: «Ψυχή μου

Μα σαν να τρόμαξε από την ίδια του φωνή στάθηκε κατακίτρινος, με τα χέρι απλωμένο στην πόρτα, με τα μάτια γουρλωμένα· τα μαλλιά του ήταν άνω κάτω. Οι χωριάτες τον κύτταζαν· τον ρωτούσαν τι τρέχει. Τους κύτταζε κ' εκείνος δίχως να μπορή να βγάλη λέξη. Επί τέλους συνήρθε, κατέβασε το χέρι του, χαμογέλασε κ' είπε με φωνή παρακαλεστική.

Ν' αφήση εκείνο το ωραίον μέρος, όλες εκείνες της πεταλουδίτσες, που την διεσκέδαζαν και να πάγη, πού; Εις το σχολείον! Ω, όχι. Καλή Νεράιδα, της λέγει, εσύ που μου κάμνεις ό,τι θέλω, δεν πηγαίνω εις το σχολείον. Άφησέ με να μείνω πάντα εδώ, τι τα θέλω τα γράμματα! Εκείνην την στιγμήν ανάμεσα εις της πρασινάδες είδεν η Ανθούλα ένα μεγάλο λουλούδι απλωμένοτον ήλιον ολόχρυσο σαν φορεματάκι.

Εκρατούσε, απλωμένο στα δυο του χέρια, μαντήλι ριγωτό, με χρώμα γαλάζιο βαθύ, λεκιασμένο εδώ κ' εκεί από τον ταμπάκο, που ο παππά Νεκτάριος έκανε συχνή χρήσι, αν κρίνουμε από της άκρες των ρουθουνιών του, μαυρισμένων από τα σπυριά της καστανόμαυρης φταρμικής σκόνης, που τόσο αρέσει εις πολλούς γέρους. Είχε χρηματίση προ χρόνια 'γούμενος και τον εσεβόντανε όλοι για την αρετή του.