United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' όταν έφθασα εις του Ευκράτους είδα εις την είσοδον πολλούς άλλους και εκείνον τον άρρωστον που μ' εκάλεσαν ν' αντικαταστήσω. Τον έφερναν τέσσεροι δούλοι πάνω σε φορείο. Εφαίνετο δε ότι πραγματικώς δεν ήτο καλά, διότι και ανεστέναζε κ' εσιγόβηχε κι' αγωνιζότανε τα βγάλη από τα πλεμόνια του φλέγμα που δεν έβγαινε• ήτο δε και κατακίτρινος και πρισμένος και περίπου εξηντάρης.

Μα σαν να τρόμαξε από την ίδια του φωνή στάθηκε κατακίτρινος, με τα χέρι απλωμένο στην πόρτα, με τα μάτια γουρλωμένα· τα μαλλιά του ήταν άνω κάτω. Οι χωριάτες τον κύτταζαν· τον ρωτούσαν τι τρέχει. Τους κύτταζε κ' εκείνος δίχως να μπορή να βγάλη λέξη. Επί τέλους συνήρθε, κατέβασε το χέρι του, χαμογέλασε κ' είπε με φωνή παρακαλεστική.

ΜΙΚ, Τον βλέπω• δίπλα σ' ένα λυχνάρι διψασμένο που μόλις φέγγει. Είνε κατακίτρινος, αδύνατος και λυωμένος, από τις φροντίδες βέβαια• δεν ήκουσα να είνε άρρωστος. ΠΕΤ. Άκουσε τι λέγει και θα εννοήσης πως είν' έτσι.

Τι έπαθες, μαννού; Ηρώτησεν η νεάνις, στηρίξασα την κλονιζομένην γραίαν. Και έως ου δυνηθή ν' αρθρώση την απάντησίν της η γραία, ηκούσθη το τρίτον η βοή ως εξ αποστάσεως: — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα! — Παναγία μου! εψιθύρισε κατακίτρινος η νεάνις. Και έκαμε τον σταυρόν της. — Πάμε, παιδί μου, πάμε, είπεν η γραία, συγκρούουσα τους οδόντας της ως εν πυρετώ.

Ο λόγος είναι να μην πάθη κανείς κι απέ ύστερα-βλαστήματα! Εμ χάνεις τον άνθρωπό σου, εμ βασανίζεσαι και ξοδεύεσαι στα γιατρικά !. . .» Ο Νίκος γίνηκε κατακίτρινος σαν το φλουρί· τα μάτια του μαύρισαν. Ευχαρίστησε τις γυναίκες για τη συμπάθεια που του δείχνανε, μόλο που τουρχότανε να τις πνίξη με τα δύο του τα χέρια.

Κουκκίτσα μου, εφώναξε πάλιν ο παπά-Κονόμος, κλαίων από την χαράν του, μίαν χαράν ανεξήγητον και όλως πνευματικήν. Και στραφείς προς τον μπάρμπα-Γιωργόν είπεν. · — Ζώσι λοιπόν όντως αι ψυχαί των Δικαίων και μας επισκέπτονται! — Ως τα σαράντα, παπά-Κονόμε! είπεν αξιωματικώς πλέον ο παγγνώστης μπάρμπα-Γιωργός ο Κοψιδάκης, κατακίτρινος ακόμη από τον φόβον του, αλλά με κάποιαν δικαίαν υπερηφάνειαν.

Χωρίς να τηνέ ρωτήση τι έλεγαν οι γυναίκες, κύτταζε η Λιόλια, κύτταζε το παιδί, βούλιαζε τη ματιά της μέσα στην κερένια σάρκα του, λες κ’ ήθελε να βγάλη απομέσα κάποιο φριχτό μυστικό πούχανε δη εκείνες, ψηλαφούσε με τη ματιά της το προσωπάκι το χλωμό, σα νάθελε να μαζέψη αποπάνω του τα λόγια των γυναικώνε: μαυράδια που το λέρωναν. . κ' έξαφνα εκεί που κύτταζε πέρασε μπρος απ’ τα μάτια της ένα χλωμό φεγγάρι και φώτισε του παιδιού το πρόσωπο. . και τότε είδε. . και κατάλαβε κ' έβγαλε μια φωνή και λιγοθύμησε. . . Αυτή η ματιά του φεγγαριού ήτον πιο τρομερή απ’ όλες τις άλλες. . . Σαν ήρθ' ο Νίκος σπίτι, μεσημέρι περασμένο, ήτον κατακίτρινος: του τάχαν προφτασμένα οι γυναίκες τα γεννητούρια του παιδιού του και πως δεν ήτονε για ζωή, εφταμηνίτικο καθώς ήτον και καλύτερα, γιατί και να ζούσε δεν θα το χαιρόταν ούτ’ αυτός ούτ' η Λιόλια επειδής που μοιάζε πολύ της μακαρίτισσας.