Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Γνωρίζω μόνον ότι ο μπάρμπα-Γιωργός ο Δεσπότης, ο πρώτος του χωριού μας κλαδευτής, που μας κλάδευε τα αμπέλι πάντοτε, και το 'βλογούσε, κ' έκαμνε πολλά και καλά σταφύλια, μ' εγέλασε, με το σήμερα και με το αύριο, και μας άφησε τα αμπέλι ακλάδευτο, και έγεινε κλάρα το αμπελάκι σου, Θωμαή μου.
Φρικίασις διέδραμε τα μέλη τους, τους εφάνη, από του ανέμου εκείνου την ριπήν, όστις σαν ζωντανός έξω εσύριζε σύριγμα παρατεταμένον, ως συρίζουν εις τα βουνά οι βοσκοί· ότε ο μπάρμπα-Γιωργός συμμαζεύεται όλος κατακίτρινος κοντά στο στασιδάκι οπού ευρίσκετο όρθιος ο ιερεύς, βαστάζων αυτόν από μίαν πτυχήν του ράσσου του, — Παπά-Κονόμε! Παπά-Κονόμε! Υποτραυλίζει ο βοσκός. Νά! Νά! κύτταξε! Νάτηνε!
Ανοίγει δε η πορτίτσα και εμβαίνει ο μπάρμπα-Γιωργός κοντός και κυφός, κατάκοπος, από τα βουνόν ερχόμενος με ζαλίκαν ξύλα. Επροσκύνησε πρώτα και εκεί οπού κατηυθύνετο εις το στασιδάκι να ξεκουρασθή, βλέπει τον γέροντα ιερέα ψιθυρίζοντα ευχάς. — Βλοείτε! εχαιρέτισεν ο βοσκάς καλογηρικώς, μαθημένος από το Καινούριο Μοναστήρι, όπου υπήρχεν αγιορείτικη τάξις.
Ηθέλησε να εξέλθη από το στασίδι και να ομιλήση προς εκείνην. Αλλ' ο μπάρμπα-Γιωργός τον εκράτησεν από τα ράσσον ψιθυρίζων:. — Μη, παπά-Κονόμε! Μη! θα σ' πάρη τη μιλιά... Η λευκοφόρος κόρη έλαβε τότε το λαδικόν και έκαμε κινήσεις πως γεμίζει λάδι τας κανδήλας και κατόπιν επήγεν εις το Άγιον Βήμα. — Μη, παπά-Κονόμε! Μη! έλεγε πάντοτε έντρομος ο Μπάρμπα-Γιωργός προς τον ιερέα.
Και ο μπάρμπα-Γιωργός, Θεός χωρέσ' τον, ο Κοψιδάκης, όστις ευρίσκετο εκεί πλησίον με τας ολίγας αμνάδας του, του έδωκε «μιαν ευχή» και του είπεν ότι θα έχη «μεγάλον μισθό», χωρίς να υποπτεύση ότι αυτός ήτο νοθογενές απότοκον λησμονημένης θεότητος.
Επείσθη λοιπόν ότι ο μπάρμπα-Γιωργός ήτο όντως ελαφροΐσκιωτος, και τότε όλα τα όνειρα του ιερέως τα ωραία ότι θα έβλεπε την Κουκκίτσαν του, ήρχισαν να διαλύωνται. Και όμως θα επεθύμει να ήτο και αυτός ελαφροαΐσκιωτος, να ήτο σαββατογέννητος — ω αγάπη και ω στοργή! αυτός ο τόσον ευλαβής και ενάρετος ιερεύς εις πόσην δυσειδαιμονίαν εκυλίετο από της τυφλής αγάπης.
— Νά, ο μπάρμπα Γιωργός ξεύρει. Ο μπάρμπα-Γιωργός θα μας πη την αλήθεια, που έρχεται από τον Άγι-Αντώνη. Ήξευραν αι γυναίκες, ήξευρεν όλον το χωρίον, ότι ο γέρων βοσκός εύρισκεν ύλην ζωής εις τα τοιαύτα τα οποία παρηκολούθει, υπομένων οδοιπορίας και νηστείας και αφίνων το εκ προβάτων ποίμνιόν του.
— Κουκκίτσα μου, εφώναξε πάλιν ο παπά-Κονόμος, κλαίων από την χαράν του, μίαν χαράν ανεξήγητον και όλως πνευματικήν. Και στραφείς προς τον μπάρμπα-Γιωργόν είπεν. · — Ζώσι λοιπόν όντως αι ψυχαί των Δικαίων και μας επισκέπτονται! — Ως τα σαράντα, παπά-Κονόμε! είπεν αξιωματικώς πλέον ο παγγνώστης μπάρμπα-Γιωργός ο Κοψιδάκης, κατακίτρινος ακόμη από τον φόβον του, αλλά με κάποιαν δικαίαν υπερηφάνειαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν