United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το βλέπω, παππαδιά μου, απεκρίθη ο γέρων, προσπαθών ανεπιτυχώς να καταβιβάση εις ψιθυρισμόν και ούτος τον ήχον της βραγχώδους φωνής του. Το βλέπω, αλλά είναι ανάγκη να 'ξυπνήση. — Τι τρέχει; Τι τον θέλεις; — Δεν τον θέλω εγώ, δόξα σοι ο Θεός! Ο λεπρός τον θέλει. — Κύριε ελέησον! Ο λεπρός! επανέλαβεν η παππαδιά.

Δεν εντρέπετο δε, άνθρωπος γέρων, να καλή παρθένους διά να λάβουν μέρος εις τας φιλοπαιδικάς διαλέξεις του• και ημείς θα νομίσωμεν ότι και απρόσκλητοι ακόμη δεν θα έλθουν εις μέρος τόσον ωραίον; Δεν προσφέρομεν εις αυτάς μόνον σκιάν και κάλλος πλατάνου, και αν ακόμη αντί της πλατάνου του Ιλισσού πρόκειται περί της χρυσής πλατάνου του βασιλέως των Περσών.

Ευρίσκετο λοιπόν εις στερήσεις ο γέρων. Η Ξενιώ, φιλότιμος, ήρχισε να στενοχωρήται, ήρχισε να φοβήται ότι του δίδει βάρος, και ηλάττωσε τας επισκέψεις της. Άλλως δε και η ανεψιά του γέροντος η υπηρετούσα αυτόν, μία γερόντισσα παράξενη, όλο και για τας ανάγκας των της ωμιλούσε. — Τι να σου κάμη και το Απομαχικό! Το σπίτι θέλει έξοδα, παιδί μου! Δυο στόματα, τι θέλουμε να φάμε!

Και ανάψας ο γέρων το τσιμπούκι του και λαβών ψιχία ήρχισε να μοιράζη κάτω εις τους ιχθύς. Αλλ' οι ιχθύες εκοιμώντο. Η δε λάμψις του πυρσού εις μάτην ανεμόχλευε κάτω τον σκοτεινόν πυθμένα. Έβλεπε μόνον ο πρεσβύτης τα σαπφείρινα θαλάμια των μουγκρίων, και τας μόλις διακρινομένας φωλεάς του οκτάποδος.

Ποσάκις την επεσκέφθην μικρός, ποσάκις ενταύθα μ' εκάθησεν επί των γονάτων του ο γέρων Γιάννης και εχόρτασε με τα εκλεκτότερα του κήπου προϊόντα την παιδικήν όρεξίν μου ! Το δωμάτιον ήτο σκοτεινόν, αλλ' ήκουα την ηχηράν αναπνοήν του κοιμωμένου γέροντος. Επλησίασα προς αυτόν ακροποδητί. Εφοβούμην μη εξυπνήση πριν με αναγνωρίση και ήθελα να προλάβω τον τρόμον του.

ΣΟΛ. Ήτο γέρων όταν έγραψε τους νόμους αυτούς, μετά την επιστροφήν του από την Κρήτην διότι είχε ταξιδεύση εις την νήσον εκείνην, περί της οποίας ήκουεν ότι έχει αρίστους νόμους, τους οποίους έγραψεν ο Μίνως ο υιός του Διός. ΑΝΑΧ. Διατί λοιπόν και συ, Σόλων, δεν εμιμήθης τον Λυκούργον να μαστιγώνης τους νέους; Διότι και αυτό είνε καλόν και ανάλογον με τα άλλα που κάνετε.

Διά πολλάς αιτίας, δεν θα φονεύσω εγώ το παιδίον, πρώτον μεν διότι είναι εκ του αίματός μου και δεύτερον διότι ο Αστυάγης είναι γέρων και δεν έχει άρρενας απογόνους.

Ο γέρων τον εκυνήγησε. Μίαν η δύο φοράς είδε τον «διακαμό» του, τον φεύγοντα ίσκιον του όπισθεν των βράχων. Ο Πάπος είξευρε πολλά «κατσαμάκια», ήτοι ελικοειδείς κινήσεις και τα ποδάρια του «τον άκουαν». Δεν έπασχεν από ρευματισμούς. Ο γέρο-Μπαμπούκος πού να τον φθάση! Τέλος, λαχανιασμένος, ξεγλωσσασμένος, επέστρεψεν ο Μπαμπούκος άπρακτος, πλησίον των δύο συντρόφων του, οι οποίοι ανυπομόνουν.

Τι λες, φιλόσοφέ μου; ηρώτησε τον σκεπτικόν μας ο γέρων Φ. — Δεν αλλάζω γνώμας εγώ, είπεν εκείνος . . . — Και κάμνεις καλά· μ' αυτόν τον τρόπον σώζεις την φήμην σου ως φιλοσόφου, ανταπήντησεν ο Φ. — Με την αράχνην όμως κύριε Φ. είπε κάποιος, δεν εμάθαμεν το τέλος της ιστορίας των κεράτων. — Αλλά μόνον περί προλήψεων επρόκειτο, είπεν ο Φ. — Αδιάφορον, θέλομεν το τέλος.

Εξ όλων των δωματίων έτρεξαν έντρομοι οι διδάσκαλοι, εισώρμησαν εις την αίθουσαν οι επιστάται, ο δε σχολάρχης, σεβάσμιος φουστανελλοφόρος γέρων, κρατών ακόμη την καπνοσύριγγά του, την οποίαν εκάπνιζε προ μικρού αμέριμνος εις το σχολαρχείον, εφάνη εις την θύραν, και απέμεινεν άφωνος προ του θεάματος. — Αχ! διδάσκαλε! είπεν αμέσως· τι έκαμες! Και στραφείς προς τους λοιπούς διδασκάλους,