United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο τετράγωνον παλαιόν οικοδόμημα με παράθυρα μικρά, θύρας δρυίνους, μαρμαρίνας ελικοειδείς κλίμακας και μακρούς διαδρόμους. Αυλή ευρεία, λιθόστρωτος, με μαρμαρίνας βρύσεις, παριστώσας δράκοντας και γοργόνας ετοίμους να ορμήσουν κατά τινος, ήτο εις τα έμπροσθεν αυτού, όπισθεν δε και εις τα πλάγια σύσκιος κήπος και πέραν παρθένον, σχεδόν αδιέξοδον δάσος.

Εκ της μακράς και κατηναγκασμένης συσφίγξεως των οδόντων, είχον σχηματισθή περί τας άκρας των χειλέων της δύο ελικοειδείς ρυτίδες, ήσαν δε αύται, ούτως ειπείν, η σκιά των λέξεων, αίτινες διήρχοντο αλλά δεν εξεφωνούντο. Το στόμα διέπνεεν αντί να λαλή. Αι σκέψεις της εξητμίζοντο εις αορίστους φθόγγους και εις ανάρθρους ψιθυρισμούς, αλλ' ουδέποτε εξεφράζοντο.

Αλλ' η ώρα Του δεν είχεν έλθη ακόμη, κ' εκείνοι εσώθησαν από έν έγκλημα το οποίον θα τους εκάλυπτε με αιωνίαν ατιμίαν. «Διήλθε διά μέσου αυτών και απήλθε». Δεν είναι ανάγκη να υποθέσωμεν ότι έγεινε πραγματικόν θαύμα, ακόμη ολιγώτερον να φαντασθώμεν κρυφίαν και αιφνιδίαν εκφυγήν ανά τους στενούς και ελικοειδείς δρομίσκους της πολίχνης.

Αι αστραπαί είχον συχνά λάμψιν ηλίου και έβλεπε κανείς το κάθε αμπέλι, όπως τo βλέπει και το μεσημέρι, αλλά αμέσως εκαλύπτετο πάλιν το παν μέσα εις το σκοτάδι. Αι αστραπαί σχημάτιζαν φιόγκους, γραμμάς ελικοειδείς και τεθλασμένας, εμπηγνύοντο γύρω γύρω μέσα εις την λίμνην, έλαμπον από παντού και η Ηχώ ηύξανε των βροντών τον κρότον . . . Εις την ξηράν έσυραν τα ακάτια εις την ακτήν.

Και πάλιν ανελάμβανε το δισάκκιον και ανέβαινε· και πάλιν ίστατο διελθών ήδη τας ευσκίους υπωρείας και αναβαίνων τον απρόσιτον της κορυφής βράχον με τας ελικοειδείς υπ' αυτού λοξευθείσας καμπάς του, εστεφανωμένας με στέμματα χλοερά μαργαριτών και αιμοχρόων μυκώνων.

Ο γέρων τον εκυνήγησε. Μίαν η δύο φοράς είδε τον «διακαμό» του, τον φεύγοντα ίσκιον του όπισθεν των βράχων. Ο Πάπος είξευρε πολλά «κατσαμάκια», ήτοι ελικοειδείς κινήσεις και τα ποδάρια του «τον άκουαν». Δεν έπασχεν από ρευματισμούς. Ο γέρο-Μπαμπούκος πού να τον φθάση! Τέλος, λαχανιασμένος, ξεγλωσσασμένος, επέστρεψεν ο Μπαμπούκος άπρακτος, πλησίον των δύο συντρόφων του, οι οποίοι ανυπομόνουν.