United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κρατημένες απ' το χέρι η δυο αδερφές πήγαιναν κάτω απ' τα δένδρα. Φορούσαν δυο καπέλλα φορτωμένα με μια φριχτήν άνοιξη από πανί που έρριχνεν άνθη και καρπούς στα γηρατειά των. Τα ίδια καπέλλα, τα ίδια λουλούδια, ούτε ένα λιγώτεροτόσο ήταν αγαπημένες. Η ίδιες ρυτίδεςτόσο ήταν αγαπημένες!

Ο Έφις σήκωσε το χαλκοπράσινο πρόσωπό του, σκληρό σαν μπρούντζινη μάσκα, και κοίταξε το αγόρι με τα μικρά γαλαζωπά του μάτια, χωμένα μες στις κόγχες και περιτριγυρισμένα από ρυτίδες: κι εκείνα τα μάτια, ζωντανά και λαμπερά, φανέρωναν μια παιδική αγωνία. «Σου είπαν εάν πρέπει να γυρίσω αύριο ή απόψε;» «Αύριο, σας είπα! Όσο θα λείπετε στο χωριό εγώ θα είμαι εδώ να φυλάω το κτήμα».

Λευκαί τρίχες παρουσιάσθησαν εις τα μαλλιά της και ρυτίδες ήρχισαν ν' αυλακώνουν το μέτωπόν της. Οι προδρομοι δε ούτοι του γήρατος επηύξαναν την ταραχήν της και προσέθεταν μίαν νευρικήν και πυρετώδη σπουδήν εις την ανάγκην να εννοηθή υπό του Μανώλη.

Ερώτησον αυτήν πόσα διά τας ύβρεις του συζύγου έχυσε δάκρυα, πόσα διά την απιστίαν εραστού, πόσα επί της κοιτίδος ασθενούντος τέκνου, πόσα προ του κατόπτρου, ότε αντί κρίνων και ρόδων ωχρότης και ρυτίδες αντανακλώντο.

Στο βουνό φαινόντανε γραμμές-γραμμές οι σκιές. — Είναι οι ρυτίδες αυτές της χαράς, είπε, Όταν το φως γερνά έχει για ρυτίδες τις σκιές. Έξαφνα έβγαλεν ένα αναφωνητό. — Κύτταξε, κύτταξε! έκανε. Το δάσος πολιορκεί το βουνό.,, Τα πεύκα ξεκινήσανε από την παραλία σε πυκνές φάλαγγες και κυριέψανε ως την ώρα το μισό βουνό.

Ο Έφις είχε μια μακάρια όψη: οι πυκνές ρυτίδες γύρο από τα ζωηρά του μάτια έμοιαζαν με ακτίνες, και ο ίδιος δεν προσπαθούσε να κρύψει την χαρά του. «Είμαι ένας ταπεινός υπηρέτης, λέω όμως ότι η Θεία Πρόνοια ξέρει τι κάνει!» «Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ! Υπάρχει κάποιος τουλάχιστον που καταλαβαίνει τον λόγο», είπε η ντόνα Έστερ. Η Νοέμι όμως χλόμιασε πάλι.

Εκ της μακράς και κατηναγκασμένης συσφίγξεως των οδόντων, είχον σχηματισθή περί τας άκρας των χειλέων της δύο ελικοειδείς ρυτίδες, ήσαν δε αύται, ούτως ειπείν, η σκιά των λέξεων, αίτινες διήρχοντο αλλά δεν εξεφωνούντο. Το στόμα διέπνεεν αντί να λαλή. Αι σκέψεις της εξητμίζοντο εις αορίστους φθόγγους και εις ανάρθρους ψιθυρισμούς, αλλ' ουδέποτε εξεφράζοντο.

Το πρόσωπό του ωστόσο ήτανε όμορφο κ' ευγενικό, με κάτι βαθειά, μεγάλα, ουρανιά μάτια, είχε τα ξανθά του μαλλιά μακρυά και ακτένιστα, σκορπισμένα στους ώμους, τανάρηα του γένεια σκέπαζαν σαν χνούδι τα χλωμά μάγουλά του, και το πλατύ κερένιο μέτωπό του, νέον ωστόσο, ήτανε ωργωμένο από βαθειές ρυτίδες.

Την κοίταζε με ζωηρό βλέμμα, λαμπερό, και ήταν τόση η ξαφνική χαρά του που οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του έμοιαζαν ακτίνες από φως. «Γερνάω», είπε, χτυπώντας τα χέρια και η χαρά του χάθηκε ξαφνικά, όπως είχε έρθει. Γύρισε στο χωριό επειδή ο ντον Πρέντου είχε στείλει να τον φωνάξουν, διαφορετικά δεν θα το είχε κουνήσει πια από κτηματάκι.

Όταν όμως έριξε τα ψίχουλα και την τελευταία γουλιά στο πάτωμααφού η γη θέλει πάντα το μικρό της μερίδιο από την τροφή του ανθρώπουτέντωσε λίγο την πλάτη του και τα μάτια του τα κύκλωσαν λαμπερές ρυτίδες. «Λοιπόν, στο ταξίδι ήμασταν όλοι φτωχοδιάβολοι. Πηγαίναμε και πηγαίναμε χωρίς να ξέρουμε πού θα καταλήγαμε, πάντα όμως με την ελπίδα του κέρδους.