United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παίρνοντας λοιπόν ο Δερβύσης ένα θρονί εκάθησε, και λέγοντας εκείνα τα δύο λόγια, έπεσε χωρίς αίσθησες· και εν τω άμα το αηδόνι ανέζησε, και άρχισε να λαλή με μεγάλον θαυμασμόν της Ζεμπρούδας.

Κατέστη δε τοσούτον δημοτικόν ώστε σπανίως παραλείπεται οσάκις στενώτατός τις εκ των οικείων λαλή αντί του τεθνεώτος και μέμφεται την μοίραν ήτις ηθέλησε να τον αφαρπάση ενώ μόλις σφριγών και νέος έθετε τον πόδα εντός των ανθώνων της ζωής και του κόσμου.

Κι όχι πουλιά και μήτε αηδόνια τον ερχομό σου εδώ να υμνήσουν, άλλοι ήχοι θέλω να ξυπνήσουν κι άλλο ψιθύρισμα στα κλώνια. Τον κάμπο δες πως πέρα απλώνει· έτσι ήταν που άπλωνε το χιόνι, έτσι το κύμα ήταν στρωμένο, έτσι ήταν που περνούσες μόνη· ήταν το αέρι ξυπνημένο και σώπαινε βαθιά το αηδόνι, λες το τραγούδι σου και ξέρει να το λαλή μόνο το αέρι.

Άλλοι κολακεύονται υπό της ιδέας ότι ο αλήτης τους υβρίζει, ως σημαντικά υποκείμενα. Διά τους περισσοτέρους ο Σακκουλές είνε ο είλως της Σπάρτης, ο οποίος άπαξ του έτους είχε την ελευθερίαν να μεθύσκεται και να λαλή προς τους κυρίους του με γλώσσαν αχαλίνωτον.

Και αφού ετελειώσαμεν, ο γέρων κάνοντας κέφι από το κρασί που έπιαμεν, άρχισε να λαλή ένα τζιβούρι που κοντά του είχε, εις τρόπον που δεν ήξευρε τι έκανε. Και με όλον τούτο εγώ διά να τον κολακεύσω, τον επαίνεσα πως το ελαλούσε με μεγάλην τέχνην.

Τόσος θόρυβος εγίνετο, ώστε το κανάρι εξύπνησεν εις το κλουβί του, και ήρχισε να κελαδή και να λαλή στίχους. Μόνον δύο δεν εσάλευαν από την θέσιν των: ο χωλός στρατιώτης, και η χορεύτρια, η οποία εξηκολούθει να στέκη εις την άκραν των δακτύλων του ενός της ποδός και να τεντώνη τα δύο της χέρια· ο δε στρατιώτης είχεν όλην την ώραν τα μάτια του στηλωμένα επάνω της.

Κένταγε το ψηλό βουνό, το κλεφταγαπημένο, Κι’ έβανε αντάρα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα, Στη μέση τους Αρματωλούς και στα ψηλά τους Κλέφτες, Στα πλάγια γιδοπρόβατα με κύπρους, με κουδούνια, Κι’ ανάμεσα στα πρόβατα, κι’ ανάμεσα στα γίδια Κένταγεν άξιους πιστικούς και σκύλους και κουτάβια, Κι’ έναν καθάριον πιστικό σ’ ένα ψηλό κοτρώνι Να κάθεται και να λαλή γλυκόφωνη φλογέρα.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Και άφησέ τον να λαλή την μουσικήν του . ΠΟΛΩΝΙΟΣ Υγίαινε! Εισέρχεται ΟΦΗΛΙΑ ΠΟΛΩΝΙΟΣ Οφηλία, τι έπαθες; τι τρέχει; ΟΦΗΛΙΑ Ω! φόβος 'πού μ' επήρε, Κύριε, — ΠΟΛΩΝΙΟΣ Και από τι, 'ς το όνομα του Υψίστου; ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τρελλός από τον έρωτά σου; ΟΦΗΛΙΑ Δεν γνωρίζω, αλλά τωόντι, Κύριε, το φοβούμαι. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τι 'πε;

Τον έβλεπα να λαλή περιπαθώς δακτυλοδεικτών τας αδελφάς μου και εμέ, ενώ ο ναύτης απέσυρε την χείρα, εντός της οποίας εζήτει ο πατήρ μου να θέση φιλοδώρημα. Κατ' εκείνην την στιγμήν η μήτηρ μου όπισθεν μ' έλαβεν εκ της χειρός. Εστράφην προς αυτήν. ― Λουκή μου, πάρε τας αδελφάς σου και πηγαίνετε με την ευχήν μας. Αφήσατέ μας ημάς εις το έλεος του Θεού.

Και την φωνήν της την γνωρίζεις, την ήκουσας τοσάκις να λαλή ευθύμως• και νομίζεις τώρα ότι ακούεις τους γοερούς κραυγασμούς της, ότι την βλέπεις με ανεστραμμένην την κεφαλήν και την κόμην λυτήν αγομένην εις την αιχμαλωσίαν, εις την καταισχύνην• και συλλογίζεσαι τον άνδρα της και τα τέκνα της!