United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι έπαθες; Τι έχεις Σοφία; Δεν απεκρίθη εκείνη. Έμενεν υπό το κράτος του τρόμου. Ο Κ. Μελέτης, ακολουθών την διεύθυνσιν του βλέμματός της εστράφη προς τον Νίκον, τον οποίον τότε πρώτον έβλεπε και εκείνος εις το φως. Η όψις του γέροντος δεν εξέφραοε τον τρόμον ως η της αδελφής του, αλλά μετ' εκπλήξεως προφανούς παρετήρει και ούτος τον Νίκον. Εστράφην τότε κ' εγώ προς τον εξάδελφόν μου.

Τρομερά ήτον η φωνή και εστράφην προς το μέρος, ένθα ηκούσθη. Τέρας παράδοξον ενώπιόν μου διήρχετο, με εριννύος κεφαλήν, φέρουσαν όφεις αντί κόμης, και με σώμα υποζυγίου. Άνθρωποι ισχνοί και λιπόσαρκοι, με τρίχας ηνωρθωμένας, και με βλέμματα άγρια και εστραμμένα κατά της ιδίας ψυχής των, προηγούντο κλαίοντες.

Πολλάκις εσταμάτησα καθ' οδόν και εστράφην προς τα οπίσω, ίνα θαυμάσω το αμίμητον εκείνο πανόραμα, πάντοτε δε, οσάκις εστάθην, εσυλλογίσθην σε την ξενιτευμένην, και επόθησα να σε είχα την στιγμήν εκείνην πλησίον μου.

Κατήλθον εις σύνδενδρον στενωπόν, εστράφην αριστερά, και έφθασα εις τον έρημον ναΐσκον της Αγίας Αναστασίας.

Εγώ δε θεωρήσας ασήμαντα τα προς δυσμάς μέρη, εστράφην μάλλον προς ανατολάς• διότι τι μέγα κατόρθωμα θα ήτο αν υπέτασσα αναιμωτεί την Ιταλίαν και εκυρίευα την Αφρικήν και τα μέχρι Γαδείρων μέρη; Αλλά δεν μου εφάνησαν αξιοπολέμητα τα μέρη ταύτα τα οποία μ' έτρεμαν ήδη και κύριον με ανεγνώριζαν.

Τον έβλεπα να λαλή περιπαθώς δακτυλοδεικτών τας αδελφάς μου και εμέ, ενώ ο ναύτης απέσυρε την χείρα, εντός της οποίας εζήτει ο πατήρ μου να θέση φιλοδώρημα. Κατ' εκείνην την στιγμήν η μήτηρ μου όπισθεν μ' έλαβεν εκ της χειρός. Εστράφην προς αυτήν. ― Λουκή μου, πάρε τας αδελφάς σου και πηγαίνετε με την ευχήν μας. Αφήσατέ μας ημάς εις το έλεος του Θεού.

Τας ήκουσα βαθμηδόν απομακρυνομένας, μέχρις ου εκλείσθη μετά κρότου η εξώθυρα της οικίας. Ότε εστράφην προς τα οπίσω, ο Νίκος όρθιος εν τω μέσω του δωματίου, εσταυροκοπείτο. Είχεν αποκοιμηθή επί τέλους και αυτός, αλλά τον ανήσυχον ύπνον του διέκοψεν η εντός της οικίας κίνησις. Δεν είχεν εισέτι συνέλθει εντελώς εκ του ύπνου ότε, υπό το κράτος των νυκτερινών εντυπώσεών του, με εξύπνησε κατάτρομος.

Ποίος πηγαίνει; Εστράφην έκθαμβος προς αυτόν. Είκοσι περίπου νέοι έδραμον εις την φωνήν του εκ των βράχων, όπου εξηκολούθουν οι τουφεκισμοί και αι κραυγαί. Μειδίαμα κρυπτόμενον υπό τον μύστακα του γέροντος εφαίδρυνε το πρόσωπόν του. — Μόνον πέντε είπε. Τραβήξετε τον κόμπον.

Αγνοώ πόσην ώραν ο πατήρ μου κ'εγώ εμένομεν επί του εξώστου σιωπηλοί και ακίνητοι, με τους οφθαλμούς προς το πέλαγος προσηλωμένους. ― Να φύγωμεν, να φύγωμεν, είπεν αίφνης ο πατήρ μου, και εστράφη προς την οικίαν. Εστράφην κ' εγώ και τότε είδα ότι όπισθεν ημών επί του εξώστου ίσταντο η μήτηρ και αι δύο αδελφαί μου και η Ανδριάνα, βλέπουσαι κ' εκείναι εν σιωπή το προ ημών επί της θαλάσσης θέαμα.

Αίφνης ακούω όπισθεν μου φωνήν γλυκείαν ψιθυρίζουσαν το όνομά μου― Λουκή ! Πριν ή προφθάσω να σκεφθώ ότι αν στραφώ προδίδομαι και αν φανερωθώ κινδυνεύω, εστράφην. Εστράφην και είδα το κοράσιον ιστάμενον ολίγα βήματα μακράν μου. Τα άλλα παιδία είχον προχωρήσει. Άμα με είδε στρεφόμενον εγονάτισεν επί του εδάφους. Την εγνώρισα!