United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις τα ώτα της Λιγείας και της Ακτής έφθασαν αι κραυγαί του παιδίου, το οποίον ήρχισε να κλαίη. Οι οφθαλμοί της Λιγείας ήσαν πλήρεις δακρύων. Έλαβε την Ακτήν από της χειρός. — Ας επιστρέψωμεν, είπε. Δεν πρέπει να ελπίζη τις ειμή μόνον απ' εκεί, οπόθεν δύναται να προέλθη η βοήθεια. Εισήλθον εις τον πρόδομον, τον οποίον δεν εγκατέλειψαν πλέον. Ανήσυχοι έτεινον το ους εις τον κρότον των βημάτων.

Δεν είχεν εισέτι παύσει η ανάβασις, ότε αντήχησαν δύο τρεις τουφεκισμοί πλησίον εκεί, και φωναί συγχρόνως άγριαι, και πάλιν τουφεκισμοί πυκνότεροι και κραυγαί, — ταυτοχρόνως δε, αλλ' εξ αποστάσεως μεγαλειτέρας, άλλαι φωναί και άλλοι τουφεκισμοί. — Πόλεμος, πόλεμος, ανέκραξεν ο Μίρτος, και ταχύνας το βήμα έτρεξε προ εμού. Τον ηκολούθησα τρέχων κ' εγώ.

Ο Ήλιος έκαιε και εταχύνομεν το βήμα προς τας λευκάς του χωρίου οικίας. Αίφνης, εις τα πρόθυρα αυτού, ηκούσαμεν οιμωγάς και κραυγάς γυναικείας. Εστάθημεν και οι τρεις και είδομεν ο είς τον άλλον. Μη ήσαν Τούρκοι εις το χωρίον ; Αύτη ήτο η πρώτη μου σκέψις. Ετείναμεν τα ώτα. Αι κραυγαί εξηκολούθουν. Ήσαν βεβαίως γυναικεία μοιρολόγια.

Καθ' οδόν απέρριψε τον χιτώνα του, όστις ήρχιζε να τον καίη και έτρεχε γυμνός σχεδόν, φέρων μόνον επί της κεφαλής και του στόματος την στηθοδεσμίδα της Λιγείας. Όταν επλησίασε περισσότερον, ανεγνώρισεν ότι εκείνο το οποίον είχεν εκλάβει ως καπνόν ήτο νέφος κονιορτού, εκ του οποίου εξήρχοντο φωναί και κραυγαί ανθρώπων. Εν τούτοις έτρεξεν ακόμη προς την διεύθυνσιν των φωνών εκείνων.

Ο κρότος της κρημνισθείσης θύρας, αι κραυγαί των αγωγιατών και των εντός του εργαστηρίου Εβραίων, η συρροή περί την πεσούσαν κάμηλον, ταύτα πάντα εξελήφθησαν εν ακαρεί ως αρχή οχλαγωγίας και επήλθε παραζάλη γενική και φυγή και τρόμος. Όταν υπάρχη η απαιτουμένη δόσις ψυχολογικής προδιαθέσεως, δεν απαιτείται πολύ προς διάδοσιν πανικού φόβου.

Το πλήθος ανεγνώρισε τον Αυγουστιανόν εκ του πλουσίου χιτώνας του και πάραυτα κραυγαί αντήχησαν: «Θάνατος εις τον Νέρωνα και εις τους εμπρηστάς τουΕκατοντάδες βραχιόνων ετείνοντο απειλητικαί κατά του Βινικίου. Αλλ' ο ίππος του φοβισμένος έτρεχε μακρύτερα, ποδοπατών τους εφορμώντας και νέον κύμα καπνού εβύθισε την οδόν εις το σκότος.

Ο λαός εσιώπησεν, οι κήποι αντήχησαν εκ μιας και μόνης απείρου οιμωγής, αποτελουμένης εκ χιλιάδων κραυγών οδύνης. Εν τούτοις τινές των μαρτύρων, εγείροντες τους οφθαλμούς προς τον αστερόεντα ουρανόν, έψαλλον την δόξαν του Χριστού. Ο λαός ήκουεν. Αλλά και αι σκληρότεραι καρδίαι κατελήφθησαν υπό τρόμου, όταν, εκ του ύψους των μικρών πασσάλων, σπαρακτικαί κραυγαί παιδίων ήρχισαν να φωνάζουν: Μητέρα!

Περιφρονούντες λοιπόν αυτούς εξέβαλον κραυγάς και ώρμησαν αθρόοι κατ' αυτών ρίπτοντες λίθους, βέλη, ακόντια, και παν ό,τι είχεν έκαστος πρόχειρον. Αι συν τη βιαία ταύτη επιθέσει κραυγαί κατέπληξαν ανθρώπους μη συνηθισμένους εις τοιαύτην μάχην.

Αναχωρήσαντες έπειτα από το δικαστήριον, επήγαμεν εις το κολαστήριον. Εκεί, φίλε μου, δεν δύνασαι να φαντασθής πόσον λυπηρά πράγματα ηκούσαμεν και είδαμεν. Ηκούοντο συγχρόνως κτύποι ραβδισμών και κραυγαί των ψηνομένων εις την φωτιάν, και ελειτούργουν παντοία βασανιστήρια, στρέβλαι και κύφωνες και τροχοί, και η Χίμαιρα εσπάρασσε σάρκας, ο δε Κέρβερος κατεβρόχθιζε.

Ποίος πηγαίνει; Εστράφην έκθαμβος προς αυτόν. Είκοσι περίπου νέοι έδραμον εις την φωνήν του εκ των βράχων, όπου εξηκολούθουν οι τουφεκισμοί και αι κραυγαί. Μειδίαμα κρυπτόμενον υπό τον μύστακα του γέροντος εφαίδρυνε το πρόσωπόν του. — Μόνον πέντε είπε. Τραβήξετε τον κόμπον.