Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Οι Τούρκοι εφαίνοντο προδήλως ανήσυχοι• περιπολίαι αυτών περιέτρεχον τα χωρία• τινές των ομήρων απεστάλησαν εις Κωνσταντινούπολη. Τα πράγματα εφαίνοντο δεινούμενα. Εβλέπομεν ότι κρίσιμα συμβάντα επίκεινται. Οι φόβοι μας δεν εβράδυναν να πραγματοποιηθώσι.

Πνεύματα που αμφιβάλλουν για το έργο τους, θα ήθελαν να στέλνουν μακρυά, καθώς εσύ, στους ανθρώπους την ευεργεσίαφάρε που ξέρεις γιατί αγρυπνάς ... Ως κι' εδώ στο βουνό, που στέκω απόψε, η χρυσή σου ματιά φτάνει από πέρασα να ζητά το χαμένο πλεούμενο των λογισμών μου. Ως εδώ πέρα φτάνουν οι ανήσυχοι παλμοί σου, φάρε, φλογερή και ρυθμική καρδιά της κοινωνίας!

Κ' η φωνή της είχε έναν τόνο, σα να ήθελε να με μαλλώση, που δεν την ένοιωσα. — Ναι, ναι, είπα. Και χωρίς να νοιώθω τι έτρεχε μέσα πήγα κ' είδα το Σβεν να με κοιτάζη από το κρεββάτι μου, όπου είτανε ξαπλωμένος. — Δε γνωρίζεις τον μπαμπά, Σβεν; — Ναι, είπε ο μικρός με ξαφνισμένη φωνή. Δεν μπορούσε να νοιώση γιατί όλοι οι μεγάλοι είτανε τόσο ανήσυχοι.

Στιγμήν τινα, όταν ο άνεμος είχε φθάσει εις το έπακρον της λύσσης του, κρότος οξύς ηκούσθη από το κόττερον, όστις εξεχώριζε και από τον ρόχθον των κυμάτων και από τους συριγμούς των τροχαλιών. Ήτον ως κραυγή αγωνίας. Δύο ή τρεις θαλασσινοί κατοικούντες εις το παραθαλάσσιον, σιμά εις την προκυμαίαν, είχον ανοίξει τα παράθυρά των και εκύτταζαν ανήσυχοι τα χειμαζομένα πλοία.

Εις τα ώτα της Λιγείας και της Ακτής έφθασαν αι κραυγαί του παιδίου, το οποίον ήρχισε να κλαίη. Οι οφθαλμοί της Λιγείας ήσαν πλήρεις δακρύων. Έλαβε την Ακτήν από της χειρός. — Ας επιστρέψωμεν, είπε. Δεν πρέπει να ελπίζη τις ειμή μόνον απ' εκεί, οπόθεν δύναται να προέλθη η βοήθεια. Εισήλθον εις τον πρόδομον, τον οποίον δεν εγκατέλειψαν πλέον. Ανήσυχοι έτεινον το ους εις τον κρότον των βημάτων.

Κ' ήθελε όλα να τ' αλλάξη με το παράδειγμά του, με τα φερσίματα του και με τα λόγια του. Μα τα λόγια και τα φερσίματά του ήταν τόσο ξαφνικά που ετρόμαζαν τους χωριάτες· τους ξυπνούσαν την υποψία. Καθώς ήταν ριζωμένοι στις συνήθειες τους, έστεκαν αντίκρυ του ανήσυχοι κι αγριεμένοι. Ο Τσαϊπάς ούτε το φανταζότανε· μα και να το φανταζότανε λίγο τον έμελλε.

Ο Σκούντας και ο Τρανταχτής εστράφησαν ανήσυχοι προς την θύραν. Ο Μάχτος έτυπτε το στήθος και απέσπα τας τρίχας της κόμης του. — Ας είνε, θ' αποθάνω μαζύ της! Από τούτο δεν ειμπορεί κανείς να μ' εμποδίση, είπε μεγαλοφώνως. — Τι έπαθες, φίλε μου; τον ηρώτησε μετ' οικειότητος ο Σκούντας. Την στιγμήν εκείνην, οι τρεις οπλοφόροι άνδρες προέβησαν αποφασιστικώς προς το μέρος, όπου ευρίσκετο η Αϊμά.

Ο Καίσαρ, παρ' όλην την ελευθεριότητά του, παρ' όλα τα δωρεάν διανεμηθέντα υπ' αυτού τρόφιμα, με τρόμον ανελογίζετο τας συνεπείας της καταστροφής και της οργής του λαού. Και αυτοί οι Αυγουστιανοί δεν ήσαν ολιγώτερον ανήσυχοι. Ο Τιγγελίνος εσκέπτετο να μετακαλέση λεγεώνας τινας εκ της Μικράς Ασίας. Ο Βατίνιος, όστις μέχρι τούδε εγέλα όταν ερραπίζετο, είχε χάσει την ευθυμίαν του.

Αλλ' όταν ήλθεν η νυξ, και ανεζήτησαν επιμελώς και ουδέν ίχνος εύρον, είδον μετ' απελπισίας ότι ο Ιησούς είχεν απολεσθή χωρισθείς της συνοδίας. Την ακόλουθον ημέραν, ανήσυχοι και αγωνιώντες, αισθανόμενοι ίσως τύψεις συνειδήσεως, διότι δεν κατέβαλον την δέουσαν προσοχήν, υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ, ζητούντες το παιδίον. Η χώρα ευρίσκετο εις αγρίαν και ανώμαλον κατάστασιν.

Ο εύφλεκτος φανατισμός των Ιουδαίων κατά την εποχήν ταύτην, αι ανήσυχοι ελπίδες αίτινες συχνά τους εξήγειρον εις μανίαν εναντίον του Ρωμαίου άρχοντος, και αίτινες τους καθίστων έτοιμα θύματα παντός ψευδούς Μεσσίου, είχον καταστήσει αναγκαίαν την κατασκευήν του Πύργου της Αντωνίας, του ρίπτοντος την απειλητικήν σκιάν του επ' αυτού του Ναού.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν