United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ενώ εφρόντιζεν επιμελώς να εκτελέση την επίπονον αυτήν εργασίαν και ήτο το πρόσωπόν της καταπόρφυρον ως κόκκινον μήλον, έρριπτε και έν βλέμμα κρυφόν και εις τον πολυαγάπητον αδελφόν της μετά τινος δυσεξηγήτου αισθήματος περιεργαζομένη τούτον, ότε η γραία θέλουσα να γελάση. — Νά ο Σκαλικάτζαρος! εφώναξε.

Έχει φεγγάρι. Μόνον εσύ, τι ήθελες να έλθης; — Έφερα το ράσον. Και έδειξε κρεμάμενον επί του βραχίονός της, επιμελώς διπλωμένον, το καλόν ράσον του παππά Ναρκίσσου. — Τι το έφερες; Μη είναι κρύον να τα φορέση επανωτά; — Ίσως χρειασθή, είπεν η παππαδιά. Και λέγοντες ταύτα έφθασαν εις την είσοδον του περιβόλου. — Κάθισ' εδώ παππαδιά, εις την πέτραν. θα είσαι κουρασμένη. — Όχι, δεν εκουράσθηκα.

Ο ιερεύς εψιθύρισε μετ' ενδομύχου συγκινήσεως το «Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου», κ' η θειά το Μαλαμώ, αφού ήλλαξε την φ'στάνα της την βρεγμένην και εφόρεσεν άλλην στεγνήν, και το γ'νάκι της το καλό, τα οποία ευτυχώς είχεν εις αβασταγήν καλώς φυλαγμένα υπό την πρώραν της βάρκας, έδεσε μέγα σάρωθρον εκ στοιβών και χαμοκλάδων, και ήρχισε να σαρώνη το έδαφος του ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπταν επιμελώς τα κανδήλια, και ήναψαν μέγα πλήθος κηρίων εις δύο μανουάλια, και παρεσκεύασαν μεγάλην πυράν με ξηρά ξύλα και κλάδους εις το προαύλιον του ναού, όπου εσχηματίζε το μακρόν στένωμα παράλληλον του μεσημβρινού τοίχου, κλειόμενον υπό σωζομένου ορθού τοιχίου γείτονος οικοδομής, κ' εγέμισαν άνθρακας το μέγα πύραυνον το σωζόμενον εντός του ιερού βήματος, κ' έθεσαν το πύραυνον εν τω μέσω του ναού, ρίψασαι άφθονον λίβανον εις τους άνθρακας. &Και ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας.&

Εξάγει εκ του θυλακίου του έν άλλο γραμμάτιον, το διπλόνει απαραλλάκτως ως το άλλο, και το τοποθετεί εις το βάθος του κιβωτίου, ούτινος τακτοποιεί επιμελώς το περιεχόμενον ως καλή οικοκυρά.

Παρήλθε πολλή ώρα χωρίς να το εννοήση ότε ο σύζυγος ηγέρθη, απέβαλε κοιτωνίτην και σκούφον, έπλυνεν επιμελώς, επί πολύ, το στόμα μ' ένα ρευστόν, του οποίου η ευωδία έφθασε μέχρις αυτής και της εγαργάλισε τους ρώθωνας, — τόσον ήτο δυνατή, — εφόρεσε τον επενδύτην και τον πίλον του κ' εκινήθη προς αναχώρησιν.

Ημείς διετάξαμεν να κλείσουν, εσβέσαμεν το φως και κατεκλίθημεν. Την επιούσαν εις τας πέντε το πρωί ήμεθα και οι δύο ενδεδυμένοι. Εγώ ετοποθέτησα επιμελώς εντός μαρσίππου μερικά ενδύματα, προ πάντων ασπρόρρουχα, τα εσκέπασα όλα μ' ένα σινδόνι και τον εκλείδωσα. Οι ταχυδρομικοί ίπποι είχαν ζευχθή και το έλκηθρον.

Το πάτωμα ήτο στρωμένον με ψάθες και με μεντέρια, τα οποία κάθε πρωί, συχνά και το βράδυ, εξεστρώνοντο, ετινάσσοντο επιμελώς, εσκουπίζετο το πάτωμα, είτα εσφουγγαρίζετο, πότε όλον, πότε μέρος, και πάλιν τα μεντέρια εστρώνοντο και διηυθετούντο μετά φιλοκαλίας, ώστε να εζήλευε κανείς να τα βλέπη.

Δύσμοιρον γήρας, βαρύς και παγετώδης χειμών του βίου, όστις μόνον την ανάμνησιν της ευωδίας ταύτης διασώζεις! Και πάλιν ευτύχημα τούτο διά σε. Όταν τα ρόδα εξηράνθησαν, τα διατηρεί τις επιμελώς εξηραμμένα.

Τοιαύτη, ως λέγουσιν οι Σκύθαι, είναι η καταγωγή των, προσθέτουσι δε ότι παρήλθον χίλια έτη, όχι περισσότερα, αλλ' ακριβώς τόσα, από του βασιλέως Γαργιτάου μέχρι της επιδρομής του Δαρείου. Τον ιερόν δε τούτον χρυσόν φυλάττουσιν οι βασιλικοί Σκύθαι επιμελώς και κατ' έτος τω αποτείνουσι δεήσεις και ζητούσι να τον καταστήσωσιν ευμενή διά μεγάλων θυσιών.

Μετά πολλής δυσκολίας ανεγνώρισα τον σκιατραφή και φραγκοφορεμένον τούτον Τούρκον, διότι ο ήλιος της επαρχίας ενώ απεχρωμάτισεν επιλευκάνας τας κυριωτέρας επιφανείας της ενδυμασίας του, είχε μαυρίσει την λευκήν αυτού μορφήν, ούτως, ώστε δεν έβλεπες πού ετελείωνον αι παρειαί και πού ήρχιζε το βαθύχρουν κ' επιμελώς περικεκαρμένον αυτού γένειον.