United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ίσως σας πάρουν κ' εσάς μαζί τους στην Αγγλία. Δουλειά τώρα. Εγώ πηγαίνω ως το Καστρί να γυρέψω αντίκες, και δε θα με ξαναδήτε ως μεθαύριο. Γεια σας. — Μια στιγμή, να μου ζήσης, Μυλόρδε, που μας έφερες τέτοια νεκρανάσταση! Μια στιγμή, να μας πης τι λογής έτυχε αυτό το πρωτάκουστο! Από το χαρέμι μαθές την πήρε; — Την πήρε από τα χέρια του Θεού και σας τη φέρνει τώρα.

Και, άμα τον λόγον άκουσε, κινήθη ο χοιροτρόφος, και, το κατώφλι ως πέρασε, τον είπε η Πηνελόπη• 575 «Εύμαιε, δεν τον έφερες; τι σκέφθηκε ο πλανήτης; ή κάποιος τον ετρόμαξεν, ή κ' εντροπή τον πήρε μέσατο δώμα• είναι κακός ο εντροπαλός πλανήτης».

Έπειτα είπες ότι έφερες μαζί σου και ποιήματα και στίχους επικούς και τραγωδίας και διθυράμβους, και εις το πεζόν πολλούς και ποικίλους λόγους γραμμένους. Ακόμη δε ότι ήσο περισσότερον από όλους όσοι ήλθαν εκεί επιστήμων εις τας τέχνας, τας οποίας έλεγα προ ολίγου, και εις τους ρυθμούς και την μουσικήν και την ορθήν γραφήν, και εκτός αυτών εις πολλά άλλα ακόμη, καθώς μου φαίνεται ότι ενθυμούμαι.

ΑΔΜΗΤΟΣ Ω του μεγάλου μας Διός ευγενικό βλαστάρι, είθε να είσαι ευτυχής και να σε προστατεύη ο πατέρας που σ' εγέννησε. Γιατί εσύ μονάχος την τύχη μου μετέβαλες. Αλλ' όμως απ' τον Άδη πώς την επήρες και στο φως την έφερες του κόσμου; ΗΡΑΚΛΗΣ Πάλαιψα με τον Θάνατον, όπου τήνε κρατούσε. ΑΔΜΗΤΟΣ Και πού έγινεν ο αγών αυτός; ΗΡΑΚΛΗΣ Στον τάφο της απάνω ήμουν κρυμμένος, ώρμησα την άρπαξε στα χέρια....

Σωκράτης Τρομερόν, Φαίδρε, τρομερόν λόγον έφερες, και ο ίδιος με ηνάγκασες να είπω. Φαίδρος Τι λοιπόν; Σωκράτης Λόγον ανόητον και κάπως ασεβή· γνωρίζεις άλλον πλέον αξιοκατάκριτον τούτου; Φαίδρος Κανένα άλλον, εάν συ βεβαίως λέγης αληθινά πράγματα. Σωκράτης Τι λοιπόν; Τον έρωτα δεν τον θεωρείς υιόν της Αφροδίτης, και ένα εκ των θεών; Φαίδρος Τον λέγουν βεβαίως.

Κ' ύστερα πώφυγε, τύναξε στο κουμέρκι τον κορνιαχτό από τα βοϊδοτσάρουχά του, πήρε κ' ένα λιθάρι κ' έρριξε πίσω του, και του λέει του Καράλη: «Πίσω μου είσε, διάτανε! άμ' που μ' έφερες εδώ, ωρέ κουμπάρε; πάντεχα που ήμουν πεσμένος μέσα στην κόλαση; Ακόμα βουίζουν τ' αυτιά μ' απ' την αχλαλουή των κολασμένων. Μπα, π' να τους κάψ’ η αστραπή ντε.

Λοιπόν έφερες το κλειδί; τω είπε μυστηριωδώς. — Ποιο κλειδί; ηρώτησε μετ' άκρας φυσικότητος ο Σκούντας. — Το κλειδί που του παρήγγειλα να μου φτειάση, απήντησεν η Βεάτη. Ο Σκούντας εκαμώθη ότι ανακαλεί τας αναμνήσεις του, και είπεν· — Α! τώρα ενθυμούμαι. Μου είπεν ο Τρανταχτής για ένα κλειδί. — Και δεν σου τώδωσεν; ηρώτησεν αποθσρρυνθείσα η Βεάτη.

Αυτή δε συγχώρεσε τη μητέρα μου, πώς μπορεί να συγχωρέσει εμένα; Εγώ όμως, εγώ όμως…Χαμήλωσε το κεφάλι και έβγαλε από την τσέπη ένα γράμμα. «Βλέπεις, Έφις; Τα ξέρω όλα. Εάν η θεία Νοέμι δεν συγχώρεσε τη μητέρα μου ύστερα απ’ αυτό το γράμμα, πώς μπορεί να έχει καλή ψυχή; Ξέρεις τι γράφει αυτό το γράμμα, εσύ το έφερες στη θεία Νοέμι. Κι εγώ της το πήρα: ήταν πάνω στο κρεβάτι την μέρα που έφτασα.

Ο μέγας βεζύρης πατέρας μου με επρόσταξε να έλθω να βιάσω τον γυρισμόν σου. Βεζυροπούλα μου, απεκρίθη η Κυρά, μεγάλην σύγχισιν μου προξενούν αυτές οι είδησες, που μου έφερες, όμως δεν θέλω λείψει να ανταμείψω τον ζήλον του πατρός σου, ομοίως και τον ιδικόν σου, που δείχνετε εις εμένα· θα μισεύσω το λοιπόν με λόγου σου τούτην την στιγμήν.

Ο πατέρας παίρνει σύζυγον την κόρην του και το παιδί την μητέρα, και η κόρη τον αδελφόν, οι φίλτατοι δε μεταξύ των επιβουλεύονται ο ένας τον άλλον και αλληλοσκοτώνονται. Αυτάς τας συνηθείας έφερες και να τας κρατήσης διά τον εαυτόν σου• μη τας μεταδώσης δε και εις ημάς.