United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν έφερες το κλειδί; τω είπε μυστηριωδώς. — Ποιο κλειδί; ηρώτησε μετ' άκρας φυσικότητος ο Σκούντας. — Το κλειδί που του παρήγγειλα να μου φτειάση, απήντησεν η Βεάτη. Ο Σκούντας εκαμώθη ότι ανακαλεί τας αναμνήσεις του, και είπεν· — Α! τώρα ενθυμούμαι. Μου είπεν ο Τρανταχτής για ένα κλειδί. — Και δεν σου τώδωσεν; ηρώτησεν αποθσρρυνθείσα η Βεάτη.

Η βασίλισσα επάνω εις αυτά τα λόγια εστοχάσθη τον υδρωπικόν, και εγνώρισε τον Καπιτάνιον που την είχεν αγοράσει. Αυτή εκαμώθη πως δεν τον εγνώρισε καθώς έκαμε και με τους άλλους, και τον άφησε διά να ακολουθήση την ομιλίαν του με τον ακόλουθον τρόπον. Στοχάζομαι το λοιπόν, ακολούθησεν εκείνος να λέγη, ότι η αρωστία μου θα είνε μία δικαία παίδευσις του Ουρανού.

Ο Ορμώζ έμεινεν εκστατικός εις μίαν τοιούτης λογής θάρρεψιν, και εθαύμασε πολλά περισσότερον οπόταν ο Βεδρεδίν του εδιηγήθη την αιτίαν διά την οποίαν εμίσευσαν από την Δαμασκόν. Ο Ορμώζ εκαμώθη πως εγέλασεν εις αυτήν την διήγησιν· έπειτα αποκρίνεται και λέγει.

Βλέποντάς τον εγώ που δεν έκλινε διά να μου το δείξη μου άναπτε περισσότερον την επιθυμίαν μου διά να μου το φανερώση και από τες πολλές παρακάλεσες τέλος πάντων εκαμώθη, διά να μη με παρακούση, πως απεφάσισε διά να μου το δείξη.

Εις ετούτα τα λόγια εγώ αντίκοψα την Καλεκάρην, και εφώναξα· ω Ουρανέ άρα γε η Τζελίκα θα είναι ζωντανή; είναι δυνατόν η Τζελίκα να μην είναι αποθαμμένη; τι της εσυνέβη; πες μου ογλήγορα, σε παρακαλώ, Ταλμούχ, μου είπεν η Καλακάρη αυτή κατά το παρόν ζη, μα σε παρακαλώ άκουσε μου, και θέλεις μάθει εκείνο που επιθυμείς· η Τζελίκα, ακολούθησεν αυτή, με αγκάλιασε δι' αυτό που της είπα· τόσον της εφάνη αρμόδιον, το οποίον και ευθύς το έβαλεν εις πράξιν, και ευθύς εκαμώθη πως ήτον άρρωστη, και μετά δύο ημέρες, οπόταν αγροικούσα τον καιρόν αρμόδιον, της έβαλα το χόρτο εις το αυτί της, και ευθύς άρχισε διά να κάμη την ενέργειάν του.

Αν ήταν ένα ή δυο χρόνια μεγαλείτερη θα την έστελνα εις την πόλι να βολευθή. Φρόνιμη και προκομμένη καθώς που είνε, θα εύρισκεν εύκολα μια καλή θέσι, και δεν θα λησμονούσε και τους πτωχούς ανθρώπους που την αναθρέψανε, όταν δεν θα έχω πλέον δύναμι να κόπτω ξύλα ούτε συ δάκτυλα να πλέκης». Η Μηλιά εκαμώθη πώς δεν άκουσε τίποτες.