Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Εδώ είνε να τονέ θαυμάση άνθρωπος τον Κωσταντίνο, που διάλεξε το καθαυτό κλειδί του κόσμου για πρωτεύουσά του. Όσο για την άλλη γνώμη του χρονογράφου, πως ο στρατός δεν είταν τότες άξιος για μεγάλους πολέμους, κ' εδώ τονέ βγάζει ψεύτη ο ίδιος ο στρατός, που καθώς είδαμε δε δυσκολεύθηκε να βάλη κάτω τους Πέρσους, κ' οι Πέρσοι, καθώς γνωρίζουμε, στον πόλεμο δε χωράτευαν.

Ψηλοί όμως τοίχοι, καπνισμένοι, με κόκκινες κηλίδες από χαλκό, με έναν πάγκο στο βάθος, περιέβαλαν πάντα τον ορίζοντα. Δεν μπορούσε κανείς να περάσει από την άλλη μεριά, εκείνος όμως ήταν ανάγκη να περάσει από την άλλη, για να ελευθερωθεί από το βάρος του, για να γιατρευτεί από τον πόνο του. Δυο φορές η Νοέμι τον βρήκε όρθιο, να προσπαθεί να βγει έξω από την αυλή. Πήραν το κλειδί από την εξώπορτα.

Η Σιξτίνα υπεκλίθη και ανάψασα το δέλετρον ητοιμάσθη ναποχωρήση. Η ηγουμένη τη έδωκε το κλειδίον του ναού ειπούσα αυτή·Πάρε το κλειδί, και ύπαγε νανοίξης. Είνε η ώρα του όρθρου. Θα περάσης από το κελλί της αδελφής Φεβρωνίας. Εξύπνισέ την διά να σημάνη τους κώδωνας. Η αδελφή Σιξτίνα εξήλθε σιωπηλή. Μείνασα η ηγουμένη μετά της Αϊμάς τη είπε·Τι σου έλεγε, κόρη μου, η Σιξτίνα;

Όθεν ήτο ανάγκη να χαμηλώσουν την γέφυραν και ν' ανοίξουν τας πύλας του φρουρίου. Η Σεραϊνώ ήνοιξε την θύραν εις το πρώτον κρούσμα, εστάθη σταθερά, υπομειδιώσα και τους ευχήθη: — Στερεωμένοι! καλορρίζικοι! με γυιους, Κουμπή... — Πώς ξέρεις; — Ήρθ' ένα πουλάκι και μούπε. Εστράφη προς την Λελούδαν. — Να πάρω το κλειδί του σπητιού σου, να πάω να κοιμηθώ απόψε; Η Λελούδα κατένευσε δακρύουσα.

Λοιπόν έφερες το κλειδί; τω είπε μυστηριωδώς. — Ποιο κλειδί; ηρώτησε μετ' άκρας φυσικότητος ο Σκούντας. — Το κλειδί που του παρήγγειλα να μου φτειάση, απήντησεν η Βεάτη. Ο Σκούντας εκαμώθη ότι ανακαλεί τας αναμνήσεις του, και είπεν· — Α! τώρα ενθυμούμαι. Μου είπεν ο Τρανταχτής για ένα κλειδί. — Και δεν σου τώδωσεν; ηρώτησεν αποθσρρυνθείσα η Βεάτη.

Να εκεί, 'ς τη μεγάλη κασσέλα, που έχει και μεγάλο κλειδί. Έτσι! εξηκολούθησεν, αφού εξετελέσθη η παραγγελία του. Δος μου τώρα το κλειδί, και βοήθησέ με να βάλωμε την κασσέλα αποκάτω από το κρεββάτι για πειό ασφάλεια. — Ασφάλεια; και τι φοβάσαι! να μας πατήσουν κλέφταις;

Αυτά είν' όλα τα σύνεργα και πλούτη των ψαράδων. Δεν έχουν θύρα με κλειδί και φύλακά τους σκύλλο, μηδέ φοβούνται από κλεψιά — η φτώχια τους φυλάει. Έπειτα δα και γείτονα δεν έχουνε κανένα και γύρω βρέχει η θάλασσα τη χαμηλή καλύβα.

Οι άλλοι αφτό θαν το χαρούν, μα εσύ με πίκρα πάντα θαν το θυμάσαι. Έτσι ανοιχτά τα μάτια και φυλάξου! Μα μιας το σύνορο άβλαβα και το περάσεις δίπλα, πάει πια, πού να σου βγουν ομπρός! Ας κυνηγάν, δεν πιάνουν345 Έτσι είπε ο γέρος, και ξανά στη θέση του καθίζει 349 αφού της κάθε το κλειδί τού ξήγησε επιστήμης. 350 Πέμτος γοργά άλογα έζεψε να παραβγεί ο Μηριόνης.

Αυτό; Και τι είνε αυτό; — Το βλέπεις, κλειδί είνε. — Το βλέπω ότι είνε κλειδί, αλλά με αυτό δεν εννοώ τίποτε. Ο Τρανταχτής έσεισε τους ώμους. — Διά ποίον σκοπόν είνε αυτό το κλειδί; επανέλαβεν ο Σκούντας. — Δι' αυτό δεν ξεύρω ούτ' εγώ. — Αλλ' όμως ξεύρεις ποιος σου το έδωκε και διά ποίον είνε. — Α, όσον δι' αυτό, μάλιστα. — Αυτό σ' ερωτώ κ' εγώ. — Λοιπόν επιμένεις να το μάθης;

Λαβών δε έπειτα το κλειδί του σπιτιού του διά να κοιμηθή εκεί την νύκτα, εξήλθε και επανεύρε διαφόρους φίλους του και ήρχισαν να περιέρχωνται τα σπίτια. Παντού εύρισκαν πλουσίας τραπέζας, τραγούδια και χορούς. Ο Μανώλης και οι φίλοι του έπιναν κατά κόρον. Μερικοί είχαν μεταμφιεσθή προχείρως.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν