Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Έτρωγε όξω, σ' ένα μαγαζί της Πλάκας μαζί με το Ντίνο. . . Η γριά η Χαρζανοπουλίνα του ζήταγε καθεμέρα το κλειδί για ναρχότανε με τις κόρες της να τούφτειαγνε το κρεββάτι του. . να του συγύριζε την καμαρούλα τον.

Εις του Σίμωνος θα πάμε πρώτα ή εις άλλον πλούσιον; ΜΙΚ. Όχι στου Σίμωνος, που, αφού επλούτισε, του φαίνεται μικρόν το δισύλλαβον όνομά του και τώκαμε τετρασύλλαβον. Αλλ' εφθάσαμεν εις την πόρτα του. Τι πρέπει να κάμω τώρα; ΠΕΤ. Βάλε το πτερόν στην κλειδαρότρυπα. ΜΙΚ. Ορίστε. Ω Θεέ μου, άνοιξε η πόρτα σαν να ήτο το φτερό κλειδί. ΠΕΤ. Πήγαινε 'μπρός. Τον βλέπεις πώς αγρυπνεί και λογαριάζει;

Τι συλλογίζεσαι; τω είπεν ο Τρανταχτής. — Τίποτε. — Πώς σου φαίνεται αυτό το κλειδί; Δεν είνε παράξενο; — Τι παράξενο; είπεν ο Σκούντας υποκρινόμενος άγνοιαν. — Πρώτον, διατί να μου το παραγγείλη, εις εμένα, να της το κάμω; — Αφού είνε γνώριμη, υπέλαβε μετ' επιπλάστου αφελείας ο Σκούντας. — Και από πότε εις το μοναστήριον έχουν ανάγκην των γνωρίμων του διά να προμηθευθώσι κλειδιά;

ΕΔΓΑΡ Κανείς αχρείος θα μ' εσυκοφάντησε. ΕΔΜ. Το υποπτεύομαι. Έχε υπομονήν, έως ου να μετριασθή η έξαψίς του. Κάμε ό,τι σου λέγω. Κλείσου εις την κατοικίαν μου και θα σου εύρω τρόπον ν' ακούσης τον πατέρα μας τι λέγει. Πήγαινε, σε παρακαλώ. Πάρε το κλειδί μου· κύτταξε, αν τύχη και σαλεύσης απ' εκεί, να ήσαι ωπλισμένος. ΕΔΓΑΡ Ωπλισμένος, αδελφέ! ΕΔΜ. Αδελφέ, σε συμβουλεύω διά το καλόν σου.

Άθελα θυμήθηκε το κρανίο που ηύρε την αυγή σε μια σαρκοφάγο· ένα κρανίο γυμνό και άδειο με το γέλοιο στα δόντια του. Προχώρησε στην πόρτα, χτύπησε, την έσπρωξε δυο τρεις φορές· μα η πόρτα έμεινε σφαλιστή. Κύτταξε τριγύρω του χωρίς να ξέρη τι γυρεύει κ' είδε άξαφνα το κλειδί σε μιαν άκρη. Κ' εκείνο είχε κάποιο γέλοιο απάνω του.

Δουλεύω, απήντησε συστελλόμενος ο Μάχτος, αν και από της ημέρας καθ' ην απήγαγον την Αϊμάν δεν είχεν εγγίσει την σφύραν. — Και τι δουλειαίς κάμνεις; — Δουλειαίς της τέχνης μου, απήντησεν ο Μάχτος. — Κάμνεις ψιλή δουλειά; — Κάμνω βέβαια, απήντησεν φιλοτιμούμενος ο νεαρός Γύφτος. — Ειμπορείς· να μου φτιάσης ένα κλειδί, όπου μου έπεσε 'στόν δρόμο και το έχασα; Ο Μάχτος εδίστασεν.

Είπεν ότι θα το φέρη ο ίδιος αύριον, είπεν ο Σκούντας. — Α, έκαμεν η Βεάτη. — Και αν δεν ειμπορέση, θα υπάγω ο ίδιος αύριον να σας το φέρω. — Έτσι; — Τώρα μ' έστειλε διά να σας αναγγείλω ότι αύριον το πρωί έρχεται το κλειδί. — Πολύ καλά. — Και κάτι άλλας παραγγελίας ακόμα, είπεν ο Σκούντας. — Τι παραγγελίας; Ο Σκούντας περιέβλεψε κύκλω. — Δεν μας ακούει κανείς; είπεν. — Είμεθα μόνοι. Λέγε.

Τα ραπίσματα συ της Τύχης και ταις χάρες εδέχθης όμοια, κ' είν' ευλογημένοι εκείνοι 'πώχουν αίμα και νουν συγκερασμένα τόσο, ώστε δεν γίνονται φλογέρα να τους παίζη το δάκτυλο της Τύχηςτα κλειδί 'πού θέλει. Άνθρωπον να μην ήναι ανδράποδο του πάθους δος μου, και θα τον φέρωτης καρδιάς τα βάθη, 'ς την καρδιά της καρδιάς μου, καθώς έχω εσένα. Αλλ' ως προς τούτο 'είπα πολλά.

Εγώ δεν άφησα στο σπίτι τους θησαυρούς που άφησε στο δικό του το αφεντικό σου ο Ρετόρος!» «Δεν το πιστεύω! Δώστε μου τότε το κλειδί.

Η Μαρουσώ της είχε δώσει το κλειδί του μικρού κατωγείου, της είπε να εξέλθη διά της ιδιαιτέρας θύρας τούτου προς την οδόν, να κλειδώση έξωθεν, και να πάρη το κλειδί μαζί της, διά να το μεταχειρισθή πάλιν την άλλην νύκτα, αν έμελλε να επανέλθη.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν