United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ενεθυμείτο ούτε πώς ήλθεν, ούτε ησθάνετο τον κόπον της οδοιπορίας. Είνε αληθές ότι ο Θευδάς ενεφανίσθη αιφνιδίως εις αυτόν την πρωίαν, και τω είπεν ότι τον ζητεί η Αϊμά, ουδέν άλλο. Ο Μάχτος καταλιπών το εργαστήριον, την σφύραν, τον άκμονα, την πυράγραν και τους φυσητήρας, εξεζώσθη την δερματίνην ποδιάν, ην εφόρει, και ηκολούθησε τον Θευδάν, ή μάλλον προεπορεύθη αυτού.

Τρα λα λα λα ρη λα ρη, κτλ. Ο Μάχτος εσύριζεν άλλον ήχον, όστις αντέφασκε και κατά μέλος και κατ' έννοιαν προς τον υπό του Βούγκου αδόμενον. Ο γέρων εγόγγυζεν, εψιθύριζεν, εστέναζεν αδιακόπως, και συνάμα κατέφερε την σφύραν επί του άκμονος. Η μαστόρισσα εμειδία, εμόρφαζεν, εδείκνυε τους δύο κρεμαστούς οδόντας, και έλεγεν·Άκουσέ τους, πώς το τερετίζουν. Μία χαρά!

Τώρα ήτο η σειρά των χριστιανών. Το θέαμα ήτο καινοφανές διά το πλήθος. Ήλπιζον εκτάκτους σκηνάς. Εις το μίσος του λαού και αι φρικωδέστεραι τιμωρίαι εφαίνοντο ανεπαρκείς. Ο πραίφεκτος έκαμε νεύμα και ο ίδιος γέρων, ο ενδεδυμένος ως Χάρων, ενεφανίσθη επί της κονίστρας, διέτρεξεν αυτήν βραδέως και, εν μέσω βαθείας σιγής, έκρουσε την θύραν τρις με την σφύραν του.

Εμαλαμοκάπνιζε τα παφήλια και τα καρυόφυλλά του, επηργύρου την σφύραν και την ράβδον, προσήρμοζεν επί του κοντακίου τες αντίκες όσες εύρισκε κάποτε εις τα βουνά, και προ δύο ακόμη ετών ανέλυσε τους τελευταίους τοκάδες του διά να προσκολλήση επ' αυτού ένα δικέφαλον αετόν, φέροντα στέμμα εις την κεφαλήν και κεραυνούς εις τους όνυχας.

Εκράτει, ως είπομεν, δέμα μεταξύ των δύο χειρών του. Αι χείρες αύται ωμοίαζον προφανώς η μία με σφύραν και η άλλη με άκμονα. Ο άνθρωπος ούτος ενεποίησε παράδοξον εντύπωσιν εις τον Βράγγην. Έρριψεν άπληστα βλέμματα επ' αυτού. Δεν ήτο συνήθης οδοιπόρος, δεν ήτο απλούς παροδίτης. Τα πάντα ενέφαινον πολύ το μυστηριώδες και το αλλόκοτον εν αυτώ.

Δουλεύω, απήντησε συστελλόμενος ο Μάχτος, αν και από της ημέρας καθ' ην απήγαγον την Αϊμάν δεν είχεν εγγίσει την σφύραν. — Και τι δουλειαίς κάμνεις; — Δουλειαίς της τέχνης μου, απήντησεν ο Μάχτος. — Κάμνεις ψιλή δουλειά; — Κάμνω βέβαια, απήντησεν φιλοτιμούμενος ο νεαρός Γύφτος. — Ειμπορείς· να μου φτιάσης ένα κλειδί, όπου μου έπεσε 'στόν δρόμο και το έχασα; Ο Μάχτος εδίστασεν.