Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
'ς τον εύμορφον εμπήκαμε λιμένα, 'που από βράχους κλειέται υψηλούς ολόγυρα 'ς το 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι, και άκραις ξεβγαίνουν πετακταίς αντίκρ' η μια της άλλης 'ς την θάλασσα, κ' έχει στενό το στόμα του ο λιμένας. 90 εκεί μέσ' όλοι ωδήγησαν τα ισόπλευρα καράβια. και τούτα μέσα εδέθηκαν εις τον βαθύ λιμένα, σύνεγγυς όλα, ότι ποτέ δεν φούσκονε αυτού κύμα ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, αλλ' άσπρη έχει γαλήνη• εγώ μόνος εκράτησα έξω το μαύρο πλοίο 95 αυτού 'ς την άκρα, κ' έδεσα 'ς τον βράχο το σχοινί του. και ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφήν πετρώδη, και ούτ' έργα εφαίνονταν βωδιών αυτού και ούτ' έργ' ανθρώπων. τον καπνό μόνον βλέπαμε, 'που από την γην επήδα. τότε συντρόφους έστειλα να υπάγουν και να μάθουν 100 ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποι 'ς την γην εκείνην ήσαν, δυο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. τον δρόμον ακολούθησαν εκείνοι, όπου τ' αμάξια τα ξύλ' άπ' τα υψηλά βουνά 'ς την πόλιν καταιβάζαν, και άντεσαν νέαν, πώπαιρνε νερόν εμπρός 'ς την πόλι 105 του Αντιφάτη, βασιληά των Λαιστρυγόνων, κόρη. κατέβ' η νέα 'ς την λαμπρή πηγή, την Αρτακία, ότι απ' εκείνην έφερναν όλοι νερό 'ς την πόλι. την επλησίασαν αυτοί, της μίλησαν, κ' ερώταν ποιος είν' εκείνων βασιληάς, και ποιους εξουσιάζει. 110 και η κόρη ευθύς τους έδειξε το δώμα του πατρός της. εις το παλάτι ως έφθασαν την σύντροφόν του ευρήκαν, 'που ως κορφοβούν' ήτο υψηλή, και τους επήρε φρίκη. έκραξε από την σύνοδον τον άνδρα της εκείνη, τον Αντιφάτην, οπού ευθύς να τους χαλάση εσκέφθη. 115 άρπαξε αμέσως κ' έφαγεν τον έναν των συντρόφων• οι άλλοι δυο πετάχθηκαν και 'ς τα καράβια φθάσαν. και αυτός 'ς την πόλι σήκωσε βοή, και οι Λαιστρυγόνες, ως άκουσαν, οι δυνατοί κείθε κ' εδώθ' ερχόνταν άπειροι, και δεν ώμοιαζαν ανδρών αλλά Γιγάντων. 120 και με πέτραις αβάστακταις των βράχων απ' ταις άκραις κτυπούσαν και άρχισε κακός εις τα καράβια κρότος, οι άνδρες ως φονεύονταν κ' εσπώνταν τα καράβια. και ως ψάρια τους καμάκιζαν και, άθλιο φαγί, τους παίρναν. και αυτούς ενώ ξολόθρευαν εις τον βαθύ λιμένα, 125 απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου κ' έκοψα τα πρυμόσχοινα του μαυροπλώρου πλοίου• και τους συντρόφους πρόσταξα να πέσουν 'ς τα κουπία να φύγουμε απ' τον όλεθρο, κ' εκείνοι τρομασμένοι όλοι ενταυτώ με τα κουπιά την θάλασσαν ταράξαν. 130 κ' ευφρόσυνα εις το πέλαγος έφυγε από τους βράχους τους κρεμαστούς το πλοίο μου• τ' άλλ' όλ' αυτού χαθήκαν.
Τρα λα λα λα ρη λα ρη, κτλ. Ο Μάχτος εσύριζεν άλλον ήχον, όστις αντέφασκε και κατά μέλος και κατ' έννοιαν προς τον υπό του Βούγκου αδόμενον. Ο γέρων εγόγγυζεν, εψιθύριζεν, εστέναζεν αδιακόπως, και συνάμα κατέφερε την σφύραν επί του άκμονος. Η μαστόρισσα εμειδία, εμόρφαζεν, εδείκνυε τους δύο κρεμαστούς οδόντας, και έλεγεν· — Άκουσέ τους, πώς το τερετίζουν. Μία χαρά!
Δάμαρ — Μόνον, μου έδωκες χρυσοκέντητα πέδιλα εις τους πόδας, και αδάμαντα εις την ζώνην, και περιδέραιον εις τον λαιμόν, και τόσα άλλα πράγματα!... Ω! Να έχω χρυσά πέδιλα διά να στενάζη υπό τους πόδας μου η γη, να φορώ πολύθρουν μέταξαν περί τα σφυρά και τα σκέλη, να φέρω σκληρόν αδάμαντα εις την ζώνην την χρυσήν, όφεις εκ μαργαριτών να μου περισφίγγουν τον ζωοποιόν τράχηλον, να φέρω κρίκους περιειλητούς εις τους δακτύλους, άλλους κρίκους κρεμαστούς εις τα ώτα, και να έχω την ευπλόκαμον κόμην γυμνήν!... Έν μικρόν πράγμα μου χρειάζεται, ω &Πόσι&!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν