United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφόρειε μεγάλη σκούφια 'ςτό κεφάλι του, στολισμένη με ωραία φτερά, και μακρύ μεταξοπράσινο δουλαμά, περιπλουμισμένον με χρυσά σιρίτια, που φάνταζε θαυμάσια, καμωμένος με πολλή μαστοριά και με τέτοια τέχνη ντυμένος, όπου σα σκέπαζεν από τη μέση και κάτου τ' άρματα, εφαίνονταν και τ' άρματα κ' εφαίνονταν κι αυτός.

Τέλος πάντων έφθασα εις την ρίζαν ενός βουνού, που ήτον εις το μέσον μιας ερήμου, κοντά εις την οποίαν είδα ένα παλάτι ευμορφώτατον από πέτρες άσπρες κτισμένον, και εις αυτό δεν εφαίνονταν κανένα παράθυρον.

Ερχόμενος το λοιπόν εις τον εαυτόν μου, τρέχω διά να έβγω, μα ευρίσκοντας τες πόρτες κλεισμένες, έμεινα ωσάν νεκρός· και εις αυτό το αναμεταξύ που εστοχαζόμουν πώς να έβγω, βλέπω μίαν Κυρίαν, και παραστένεται αιφνιδίως έμπροσθά μου, η οποία εφαίνονταν, με όλον που ήταν νύκτα, να ήτον ωραιοτάτη κόρη.

Αυτή η είδησις έφερε τον βασιλέα εις αδημονίαν μεγαλυτέραν από τον θάνατον των παιδιών του, ο οποίος του εφαίνονταν πλέον άξιος συμπαθείας από τούτο το υστερινόν κάμωμα· και εκεί που ήτον δι' αυτό πολλά θαυμασμένος, βλέπει την Κεριστάνην να παρουσιασθή έμπροσθέν του. Βασίλισσα, της είπεν, δεν ημπορώ να σιωπήσω πλέον· εσύ μου έφερες εις το άκρον την υπομονήν μου.

Αυτή εφαίνονταν πως, έστεκε με προσοχήν εις το να αφηκράζεται πενήντα νέες κόρες, που μερικές ετραγουδούσαν, και μερικές ελαλούσαν διάφορα μουσικά όργανα. Ήτον αυτές ενδυμένες από κόκκινα φορέματα χρυσοΰφαντα, κεντημένα με μαργαριτάρια, και έστεκαν ορθές ολόγυρα του θρόνου.

Η βασίλισσα τότε δεν του αποκρίνονταν, ούτε του έδωσε κανένα σημείον πως τον είχεν ακούσει, και τέλος πάντων εφαίνονταν πως ήταν αποθαμμένη.

Εφόρειε μεγάλη σκούφιατο κεφάλι του, στολισμένη με ωραία φτερά, και μακρύ μεταξοπράσινο δουλαμά, περιπλουμισμένον με χρυσά σιρίτια, που φάνταζε θαυμάσια, καμωμένος με πολλή μαστοριά και με τέτοια τέχνη ντυμένος, όπου σα σκέπαζεν από τη μέση και κάτου τ' άρματα, εφαίνονταν και τ' άρματα κ' εφαίνονταν κι αυτός.

Ετούτο το βουνόν είχε μεγάλην περιοχήν και εφαίνονταν υψηλόν καθ' υπερβολήν, ήτον πολλά σκληρόν· και εκείνο που μας εξέπληξε περισσότερον, ήτον, που το είδαμεν πως ήτον από τζελίκι· τόσον λαμπρόν και γιαλιστερόν ήτον.

Μίαν νύκτα εβγάζοντάς την από το μαγαζί εκλείσθηκα μέσα, παίρνοντας μερικήν ζωοτροφίαν και μερικά δηνάρια που μου ευρίσκοντο· έγγιξα τον τροχόν που έκανε να σηκωθή η μηχανική κασσέλα, και ύστερα εγγίζοντας άλλον ένα τροχόν, εξεμάκρυνα από το Σουράτ και από τους χρεοφελέτας μου, χωρίς να τους φοβηθώ πλέον· έκαμα να πηγαίνη η κασσέλα όλην την νύκτα με μίαν ταχύτητα που μου εφαίνονταν να απερνούσε την οξύτητα των ανέμων.

Κ' έλεγαν λόγους πτερωτούς εκείνοι μεταξύ τους 165 οι Φαίακες μακρύκουποιτην θάλασσ' ακουσμένοι• και κάποιος τον πλησίον τον κυττώντας είπε• «ω Θε μου, ποιος σπέδισετην θάλασσα τ' ογλήγορο καράβι, εις την πατρίδα ως έφθανε; κ' ήδη εφαινόνταν όλο».