United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ένα κυττάζει το άλλο• αλλ' οποίος έχει δη τον Φείδωνα τον πατέρα της και ξέρει τα μούτρα του, ξέρει και την κόρη του. ΠΑΜΦΙΛΟΣ. Πόσην ώραν θα σε ακούω, Μύρτιον, να φλυαρής και να μου μιλάς για κορίτσια και γάμους με κόρες ναυκλήρων; Εγώ απ' αυτά δεν έχω είδησιν, ούτε ξέρω αν ο Φείδων από τον δήμον Αλωπεκήςδιότι, υποθέτω, αυτόν εννοείςέχει θυγατέρα εις ηλικίαν γάμου.

Το κάρο εξαφανιζόταν μέσα στη νύχτα, αλλά επάνω στη γέφυρα, κάτω από το φεγγάρι, έμενε ο ντον Τζάμε νεκρός, ξαπλωμένος στη σκόνη, με ένα μελανό εξόγκωμα σαν ρώγα σταφυλιού στο σβέρκο. Ο Έφις γονάτιζε πλάι στο νεκρό και τον ταρακουνούσε. «Ντον Τζάμε, αφέντη μου, έλα, έλα! Οι κόρες σου σε περιμένουν.» Ο ντον Τζάμε έμενε ακίνητος.

Κι' έχω μες στ' ομορφόχτιστο παλάτι μου τρεις κόρες, τη Λαοδίκη, Ιφιάνασσα, και τη Χρυσόθεμή μου, 145 κι' όπια τους θέλει, ανέδωρη την παίρνει στου Πηλέα τον πύργο· εγώ όμως και προικιά πολλά θα την προικίσω, τόσα που ως τώρα κόρης του κανείς δεν έδωκε άλλος.

Τα μάτια του και τα δόντια του άστραφταν στο φως του δειλινού και το πρόσωπό του έγινε άγριο. «Πες μου, δεν ντρέπεσαι;», ρώτησε χαμηλόφωνα, αρπάζοντάς του τα μπράτσα και καρφώνοντάς τον μες στα μάτια. Και ο Έφις ένοιωσε εκείνο το βλέμμα να του καίει τις κόρες των ματιών. Ένας βρόντος ήχησε μέσα στ’ αυτιά του. «Δεν ντρέπεσαι; Άθλιε, εσύ!

να θες να κλείσουνε στο φως τα μάτια του. Ίσαμε τώρα δεν σου ζήτησα, το ξέρεις, καμμιά χάρι. Τώρα το θέλω λεύτερο το παλληκάρι. Σύρε, σου λέω στον γυναικωνίτη πίσω. Μου φούντωσαν τα αίματα. Θα σου μιλήσω άσκημα. Πάψε πια να λες αυτές της κουταμάρες Ούτε του Μαξιμιανού η κόρες τόσες χάρες γνωρίζουν από τον μπαμπά τους, όσες σωριασμένες έχω στα πόδια σου, αχάριστη. ΕΥΝΙΚΗ. Τι ξιπασμένες κουβέντες!

Εκεί να κρέμεται είδαμε την Ιοκάστη από πλεκτή κρεμάλα, τη δυστυχισμένη. Κι εκείνος βρυχήθηκε σαν το λιοντάρι την ξεκρεμνά απ’ την άθλιαν αυτήν κρεμάλα και καθώς χάμω εκοίτετο αλλοίμονό της , άλλα δεινά ακολουθήσανε σε τούτα. Ο άναξ βγάζοντας απ’ τα ρούχα της χρυσές καρφίτσες, στολίδια της ολάκριβα , μ’ αυτά τρυπάει τις κόρες των ματιών του.

Μίλησε Κατηγέ, ακολούθησεν αυτή γυρίζοντας προς την αδελφήν της· αγροικιέσαι πρόθυμη να ευχαριστήσης την κλίσιν ετούτου του αυθέντου, και να τον πάρης άνδρα; τον οποίον στοχάζομαι διά τιμημένον, και δεν πιστεύω πως θα ήθελε γελάση δύο πτωχές άκακες κόρες, οι οποίες επάνω εις αυτόν βάνουν όλην την ελπίδα της τιμής τους.

ΘΩΜΑΣ ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Γνωρίζομεν εξ αναγνώσεων, δεσποινίς, ότι οι αρχαίοι συνήθιζαν ν' απάγουν διά της βίας τις κόρες που ήθελαν να νυμφευθούν από τα σπίτια των πατέρων των, διά να φαίνεται ότι δεν ρίπτονται με τη συγκατάθεσί των στας αγκάλας του ανδρός. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Οι αρχαίοι, κύριε, ήσαν αρχαίοι κ' εμείς είμαστε τωρινοί.

Πάντοτ' οι κόρες του Διός υμνούν τους αθανάτους και πάντα υμνούν οι ποιηταί τη δόξα των ηρώων. Θεές οι Μούσες τους θεούς να τραγουδούνε πρέπει, άνθρωποι εμείς και πρέπει μας να τραγουδούμε ανθρώπους.

Με την πλαϊνή, τη χήρα του δικαστικού κλητήρα, στο ίδιο σπίτι πια, εξ ανάγκης: πότε για κάνα λεμόνι, πότε για το γουδί ή την πλύστρα της σκάφης και προ πάντων για το σίδερο, που είχ' ένα όμορφο παποράκι η Βεργινία, κι εκείνες οι κόρες της χήρας είχαν αιωνίως κάτι «λεπτόν» να πατήσουν.