Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Μα όλα ψηλά και χαμηλά στρωμένα ήσαν με ρούχο κατακόκκινο, κυματιστό, που έβαφε με αβρό φεγγοβόλημα ως και το σωτρόπι της σκάφης μας. Κάπου στα πέρατα της γης πυρκαγιά ετίναζε τη λαμπάδα της ψηλά κ' έρριχνε φοβερούς αποκλαμούς περαδώθε, άπληστη να χάψη τα σύμπαντα. Μα πού το κάμα και πού η αθάλη της; Και τα δυο έλειπαν.

Με την πλαϊνή, τη χήρα του δικαστικού κλητήρα, στο ίδιο σπίτι πια, εξ ανάγκης: πότε για κάνα λεμόνι, πότε για το γουδί ή την πλύστρα της σκάφης και προ πάντων για το σίδερο, που είχ' ένα όμορφο παποράκι η Βεργινία, κι εκείνες οι κόρες της χήρας είχαν αιωνίως κάτι «λεπτόν» να πατήσουν.

Υπήρχε πολλή χάρη, πολλή κομψότητα στο κυμάτισμά τους αυτό. Γυναίκες οι σημαίες, ή από γυναικείο χέρι φτιασμένες, ή σε γυναικεία χάδια παραδομένες. Ο Ρένας έβλεπε: Τι ήτανε λοιπόν το ηλιοβασίλεμα αυτό! Ήτανε θεότητα καμιά, ή άψυχο και άσκοπο ανακάτεμα χρωμάτων; Ποια λύπη στην ύπαρξη της σκάφης που ξεκίνησε μεγάλη από την πρύμη του θωρηκτού, κι' έμεινε τώρα ένα μαύρο σημάδι στη μέση του κόλπου!

Και με δέκα ειρεσίας των χειρών, με άλλα τόσα λακτίσματα των ποδών, με την κοιλίαν θίγουσαν κάποτε εις τους βάλτους, έφθασεν εις το μέρος όπου είχεν εμπλακή η βάρκα, ανεπήδησε στιβαρώς επί την δεξιάν πλευράν, έδραξε την πρώραν της σκάφης, και με απίστευτον διά την ηλικίαν του ρώμην, την ανεσήκωσε και την απήλλαξεν από του εμποδίου των υψηλών χόρτων.

Έξω, είχεν εξημερώσει, και παρά δύο λεπτά ο ήλιος θ' ανέτελλεν. Ο άνθρωπος δεν έβλεπεν ειμή αμυδράς σκιάς μέσα. Την λεχώναν εις την στρωμνήν της, ως αμαυρόν όγκον κατακειμένην, το βρέφος, το οποίον εσάλευε και ανάσαινεν εντός της σκάφης, ήτις εχρησίμευεν ως λίκνον . . . και την Φραγκογιαννού καθημένην ως φάντασμα, και τείνουσαν την χείρα προς το λίκνον.

Ήτο ήδη τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα, και ο πετεινός ελάλησε και πάλιν. Το θυγάτριον, το οποίον μόλις είχεν ησυχάσει, προ μικρού, άρχισε να βήχη εκ νέου οδυνηρώς. Είχεν έλθει ασθενικόν εις τον κόσμον, και προσέτι, φαίνεται ότι είχε κρυώσει την τρίτην ημέραν, εις τα «κολυμπίδια», όταν το είχαν λούσει εντός της σκάφης, και κακός βήχας το είχε κολλήσει.

Κ' έφερνε συντροφιά όλες τις δυνάμεις της φύσεως, άπιαστες, αόριστες και ανυπόταχτες ακόμα στο αδύνατο πλάσμα. Όμως τίποτα. Το γιούσουρι σφιχτοδεμένο ακολουθούσε τ' απονέρια που έστρωνε δρόμο, νομίζεις η πρύμη της σκάφης μας. Το άκουα να δέρνεται κάποτε και να ρουχνίζη, σαν ζωντανό που παίρνει ανήφορο. Ντροπή το είχε πως ενικήθη κ' επάσχιζε με κάθε τρόπο ν' απαλλαγή.

Τα επέθετον αβρώς επί του στέρνου και της κοιλίας του βρέφους, και ολισθαίνοντα έπιπτον εις τον πάτον της σκάφης. Το παιδίον δεν έπαυε να κλαίη, και η μαμμή το εκολύμβιζεν ακόμη, το εκολύμβιζε. Καλύμβα, τέκνον μου, εις την σκάφην σου, κολύμβα, και απόβαλε την άλμην σου εις το γλυκόν νερόν.

Άλλοι εξηπλωμένοι κατά μήκος των τοίχων, εκοιμώντο . . . ίσως ήσαν νεκροί: άλλοι εσχημάτιζον κύκλον πέριξ μιας σκάφης ευρισκομένης εις το κέντρον, πλήρους ύδατος, και έπινον: άλλοι εκάθηντο κατά γης, στηρίζοντες τους αγκώνας επί των γονάτων και την κεφαλήν εις τας δύο χείρας. Εδώ και εκεί παιδία ανεπαύοντο περιμαζευόμενα επί των μητέρων των.

Ούτω δε μετά παλμών αληθινής αγάπης και ακραιφνούς ευγνωμοσύνης συνώδευσα αυτόν εις την μικράν του οικίαν, όπου, μόλις εισελθών, συνήντησε την σύζυγόν τον, φαιδράν και ροδοκοκκίνους έχουσαν τας παρειάς γυναίκα, πλύνουσαν αφελώς εντός μικράς σκάφης χονδρά τινα ασπρόρρουχα. — Νά! γυναίκα, είπεν· αυτό να το φυλάξηςτην τύχην της κόρης μας!

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν